29 Αυγ 2008

Ο ΑΛΗΤΗΣ

Σκυφτός πάνω απο ένα κάδο σκουπιδιών,ψάχνει ανάμεσα στις σακούλες ένα μουχλιασμένο ψωμί, μια φλούδα απο σαπισμένο φρούτο, ίσως και ένα μισοφαγωμένο σάντουϊτς.
Τα χέρια του ζαρωμένα απο το χρόνο και τη πείνα βυθίζονται ανάμεσα στα σκουπίδια.
Πάνε τώρα τρείς μέρες απο την τελευταία φορά που έβαλε κάτι στο στόμα του.
Ψάχνει.
Τίποτα.
Κοιτάει γύρω του απελπισμένα.
Το πρόσωπό του χλωμό και ανέκφραστο.
Μαζί με τη νύχτα σίμωσε και το κρύο.
Τρεκλίζοντας φθάνει σε κάτι ξύλινα κιβώτια πεταμένα δίπλα απο τους κάδους σκουπιδιών.
Ξαπλώνει μέσα στο μεγαλύτερο.
Κάτι σκισμένες εφημερίδες του σκεπάζουν το σώμα.
Μια μαύρη γάτα πετάχτηκε μέσα απο τα σκουπίδια και ξάπλωσε ανάμεσα στα πόδια του, γουργουρίζοντας ψάχνοντας για λίγη συντροφιά.
"Δεν έχω τίποτα για σένα απόψε μικρή μου" και ένοιωσε τα μάτια του να υγραίνονται.
Ξαπλωμένος έμεινε να κοιτάζει το κόκκινο φωτάκι να τρεμοπαίζει πάνω απο την απέναντι πόρτα μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Την επόμενη μέρα το πρωί τον βρήκε η Ελένη, η ένοικος της απέναντι πόρτας, παγωμένο μέσα στο ξύλινο κιβώτιο.

22 Αυγ 2008

ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους,λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς,η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.

Στέκουνται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν.Το σημείωμα νά το,
σύντομο, απλό, βαθύ καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
"όλα τελείωσαν" ψυθιρίζουν "τώρα",
πως θ'αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.


Κ.Γ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

10 Αυγ 2008

Η ιστορία του 10χρονου αγοριού από την Επηχώ...

Ήταν περίπου 10-11 χρονών και έπαιζε στην πλατεία του χωριού ή στα χωράφια - ίσως να βοηθούσε τον πατέρα του να φροντίσει τα ζώα τους στη μάντρα ή να μάθαινε πώς να πολλαπλασιάσει 10Χ20... Ήταν ένα ευτυχισμένο παιδί, ξανθό με γαλάζια μάτια, ένα τυπικό Κυπριόπουλο που ζούσε στο χωριό... Ο μικρός Τουρκοκύπριος από την Επηχώ (Abohor - Cihangir) δεν ήξερε ότι όλη του η ζωή θα άλλαζε και θα έφευγε από την Κύπρο και δεν θα ήθελε να επιστρέψει ποτέ για να ζήσει εδώ... Διότι είχε μια "εμπειρία από πρώτο χέρι" από τον "πόλεμο" και αυτό του σημάδεψε τη ζωή...

Μου τηλεφωνεί το περασμένο Σάββατο:
"Σε παρακαλώ, ήρθα για μόνο δύο μέρες και πρέπει να σε δω... Θέλω να σου μιλήσω για το Παλαίκυθρο... Ζω στο εξωτερικό και είμαι τώρα 45 χρονών... Τότε ήμουν μόνο 10 χρονών..."
Έτσι συναντιόμαστε στην εφημερίδα... Και μου λέει την ιστορία του:
"Ήμουν μόνο 10 χρονών... Είχαμε φύγει από την Επηχώ και τον Ιούλιο του 1974 πήγαμε για να μείνουμε στα Κνώδαρα (Konedra - Khonadara). Εκείνη την περίοδο, κάποιοι Ελληνοκύπριοι λεηλάτησαν τα σπίτια μας στην Επηχώ. Έσπασαν κάποια έπιπλα και έκλεψαν κάποια πράγματα... Δεν ξέρω ποιοι ήταν αυτοί οι Ελληνοκύπριοι που ήρθαν να λεηλατήσουν αφότου φύγαμε από το χωριό... Έτσι κάποιοι από τους συγχωριανούς μας είχαν πάει να βρουν έπιπλα από ελληνοκυπριακά σπίτια στα γύρω χωριά. Μερικοί είχαν πάει στο Παλαίκυθρο... Ο πατέρας μου είχε πάει να φέρει σανό από την Τύμπου για τα ζώα ...


Αργότερα είχαμε ακούσει ότι εκείνη τη μέρα συνελήφθη ο πατέρας μου. Όσοι από το χωριό μας είχαν πάει να πάρουν κάτι από ελληνοκυπριακά σπίτια είχαν συλληφθεί. Είχαν πάει στο Παλαίκυθρο ή εκεί γύρω και όταν διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν αυτοί που έκαναν τη σφαγή στο Παλαίκυθρο, τους άφησαν ελεύθερους όλους, εκτός από 4 Τουρκοκύπριους. Τρεις από αυτούς ήταν από το χωριό μας και ένας από ένα άλλο χωριό... Τους αναγνώρισε το 12-13χρονο αγόρι που επέζησε από τη σφαγής στο Παλαίκυθρο... Τους συνέλαβαν και τους πήραν στη Μια Μηλιά για να τους δικάσουν αλλά αργότερα ακούσαμε ότι κάποια σημαίνοντα άτομα από το χωριό μας είπαν στους Τούρκους στρατιώτες που τους συνέλαβαν ότι "Και οι οικογένειές τους έχουν υποφέρει" - έτσι τους ελευθέρωσαν. Ο πατέρας μου που δεν είχε καμία σχέση με τη σφαγή είχε έρθει στο σπίτι αλλά δεν μιλούσε... Μέχρι σήμερα δεν μιλά. Όταν τον ρωτώ κάτι για τη μέρα εκείνη, αρχίζει να κλαίει και φεύγει μακριά.


Ως δεκάχρονο παιδί άρχισα να ακούω τους μεγάλους γύρω μου να μιλούν για το θέμα αυτό... Άκουα αυτό ή εκείνο στο σπίτι ή στο καφενείο. Μου πήρε χρόνια να μάθω τι πραγματικά συνέβη και καθώς μάθαινα λεπτομέρειες άρχισα να τρομάζω.


Οι μεγάλοι του χωριού μάς έστελναν να μαζέψουμε πράγματα - ή πηγαίναμε από μόνοι μας, σαν παιδιά, για να κοιτάξουμε στα άδεια σπίτια αφού είχαν φύγει οι Ελληνοκύπριοι... Μια φορά, θυμούμαι, είχα πάει σε ένα σπίτι στο Έξω Μετόχι (Duzova). Μια γριά γυναίκα καθόταν ακίνητη σε μια καρέκλα... Όταν την πλησίασα και πήγα να την αγγίξω έπεσε από την καρέκλα... Πρέπει να ήταν πεθαμένη... Δεν υπήρχε αίμα ή οτιδήποτε - η καρδιά της πρέπει να σταμάτησε και έμεινε έτσι στην καρέκλα... Όταν άνοιξα ένα ερμάρι σε εκείνο το σπίτι, υπήρχε ένας Ελληνοκύπριος στρατιώτης που κρυβόταν με το όπλο του... Είχε βάλει το όπλο στον κρόταφό μου και δεν κινήθηκα - ούτε και αυτός - για περίπου 20 λεπτά... Μείναμε παγωμένοι στο σπίτι εκείνο στο Έξω Μετόχι, αλλά δεν με σκότωσε. Με άφησε να φύγω...


Μια μέρα, θυμούμαι να φέρνουν έναν Ελληνοκύπριο στρατιώτη στην Επηχώ. Είχε τα χέρια του ψηλά. Είχε έρθει κοντά στο χωριό και ζήτησε νερό και μερικές γυναίκες από το χωριό του έδωσαν νερό για να πιει, οπότε τον ανακάλυψε ένας Τουρκοκύπριος στρατιώτης. Έτσι τον έφεραν στο κέντρο του χωριού, όπου είχαν φέρει μερικά έπιπλα από το Έξω Μετόχι. Σαν παιδιά που ήμασταν, παίζαμε εκεί... Στήθηκε ένα πρόχειρο δικαστήριο στο κέντρο του χωριού για να τον δικάσει. Του είχαν πει ότι "είχε πάρει όπλα για να πολεμήσει ενάντια σε Τούρκους και πυροβόλησε κατά Τούρκων και άρα είναι ένοχος". Και εκεί, μπροστά στα μάτια μας, τον εκτέλεσαν. Τον θυμούμαι να είναι ξαπλωμένος στο χώμα και ένας Τουρκοκύπριος να τον πυροβολεί. Αργότερα έσυραν το σώμα του από τα πόδια και του έβγαλαν τις μπότες και τις έριξαν προς εμάς:
"Παιδιά! Πάρτε τις μπότες! Πάρτε τες!"


Τώρα που είμαι 45 χρονών, συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά στην περιοχή μας προκλήθηκαν από τον Τουρκοκύπριο διοικητή της περιοχής. Τον θυμούμαι να έρχεται με ένα τζιπ και να φωνάζει: "Αν κάποιος φέρει αιχμαλώτους, θα είμαι ο πρώτος που θα σκοτώσω αυτό το άτομο που έφερε αιχμαλώτους! Δεν θέλουμε αιχμαλώτους, καταλαβαίνετε;".


Έτσι είχε δώσει τη διαταγή να μην παίρνουν κανένα στρατιώτη ζωντανό... Ο άντρας αυτός ήταν από ένα γειτονικό χωριό - δεν είναι πλέον ζωντανός...


Θυμούμαι επίσης τη σφαγή στην περιοχή "Beyaz Kirach" κοντά στο χωριό. Εδώ είχαν πυροβολήσει κάποιους Ελληνοκύπριους στρατιώτες... Αργότερα τους είχαν θάψει εκεί σε κάτι σπηλιές. Ήταν αρχαίες σπηλιές, αλλά μετά από κάποιο καιρό, είχαν πάρει το χώμα από τις σπηλιές αυτές για να κτίσουν ένα εργοστάσιο... Όντας παιδιά είχαμε ακούσει ότι υπήρχαν οστά στο βάθος της οικοδομής και θυμούμαι να πηγαίνω εκεί με τους φίλους μου με τα ποδήλατά μας για να ψάξουμε για τα οστά...


Στο στρατόπεδο όπου κρατούνταν οι αιχμάλωτοι στη Βώνη υπήρχε ένας Τουρκοκύπριος τον οποίο λάτρευαν οι Ελληνοκύπριοι. Τον θυμούμαι καλά. Ήταν ο Alpay Topuz, ο άνθρωπος που σταμάτησε τους βιασμούς στο στρατόπεδο. Ο Alpay Topuz έφερνε γάλα για τα βρέφη και πήγαινε και έψαχνε στα σπίτια για να βρει παιγνίδια και να τα φέρει στα παιδιά των Ελληνοκυπρίων στο στρατόπεδο για να παίξουν... Δεκάχρονος εγώ, πήγαινα και προσπαθούσα να πάρω τα παιγνίδια αυτά από τα χέρια των Ελληνοκύπριων παιδιών... Τώρα κλαίω όταν σκέφτομαι τι είχα κάνει! Γιατί προσπαθούσα να τους πάρω τα παιγνίδια αυτά; Γιατί; Όμως ήμουν μόνο ένα παιδί... Μόνο τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν έπρεπε να έπαιρνα τα παιγνίδια αυτά από τα παιδιά στο στρατόπεδο με τους αιχμαλώτους στη Βώνη..."


Κλαίει καθώς μιλά, τα γαλάζια του μάτια σταδιακά φουσκώνουν και κοκκινίζουν... Η καρδιά του είναι τόσο βαριά με τη θλίψη αυτών που συνέβηκαν το 1974, που ακόμα και να κλαίει για μέρες, αυτή η θλίψη δεν θα φύγει...
"Έχω ακόμα εφιάλτες" λέει, τρέμοντας από τη φρίκη αυτών των εμπειριών ... "Μόνο όταν υπάρξει ένα δικαστήριο για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι και μόνο όταν τους δικάσουν, μόνο τότε θα επιστρέψω στην Κύπρο. Διότι τώρα, νομίζω, η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καθόλου αξία σε αυτό το νησί..."

Sevgul Uludag

(Πηγή Εφημερίδα Πολίτης 10/08/2008)

2 Αυγ 2008

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.
Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,
να τον ζητάς όμως δεν πρέπει.
Κι αν η νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,
ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,
έτσι και ποιόν θα δείς, στοχάσου.

Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά
από το φως που στάζει απ'τα πρόσωπά τους,
κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,
έναν κόσμο κλονισμένο αντικρύζεις
σ'άτακτο πυκνό μπουλούκι.
Στα μέτωπα τους χλωμή λάμψη
έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,
στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,
και στα χέρια τους κρέμεται η βαρεία
χειρονομία, που τους επιτρέπει
στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.
Και λέν ολοένα : εγώ κι εγώ,
κι εννοούν τον καθένα

Ρ.Μ.Ρίλκε