13 Ιουλ 2008

ΩΣΤΟΣΟ

Ο δρόμος βουλιάζει τώρα ωσάν τη μύτη του συφλιάρη.
Ποτάμι η λαγνεία σα λιώνει στά σάλια.
Ως και το φύλλο συκής το απόβαλαν οι κήποι
και τεντώνουν τα κανιά τους καλά
στις σαιζλόνγκ του Ιούνη.

Ξεμυτίζω στης πλατείας τη χούνη,
το τσουρουφλισμένο φοράω καρτιέ
φενάκη στο κεφάλι μου κόκκινη.
Τα χάνει ο κοσμάκης: μέσ'απ'το στόμα μου
τσινώντας μου η κραυγή ξεπηδάει αμάσητη έξω.

Εμένα, ωστόσο, κανείς στο σκαμνί δεν θα με κάτσει,
σκυλί εμένα δεν θα βγεί να μ'αλυχτίσει, λέω.
Προφήτης εγω - κι οι άνθρωποι με άνθη
θα βγούνε στις στράτες
να βλογάν και να ραίνουν τα χνάρια μου.
Ω άνθρωποι -
ω μπουλούκι απο μύτες γνωστικές της απώλειας!
Ιδού εγώ - ο Ποιητής ο δικός σας!
Μυρίστε με!

Τρέμω - σαν τα κρασοπούλια -
τρέμω την τρομερή σας την ετυμηγορία!
Εμένα μόνο θ'αναρπάσουν
μες'απ'τα καιόμενα σπίτια οι πουτάνες,
μόνο εμένα θε να υψώσουνε στα χέρια τους σταυρό
για να με δείξουν στο Θεό
αποδεικνύοντας, έτσι, ενώπιόν Του,
την αθωότητά τους.

Σκυμμένος ο καλός Θεός
θα κλαίει μετά στις σελίδες μου πάνω!
Όχι λέξεις, οχι λέξεις-σπασμοί που σου κάθονται
στο λαρύγγι να σε πνίξουν, οχι! Λέω
θα κλαίει ο Θεούλης ο καλός
κι όλο στους ουρανούς θα βολοδέρνει
με τους δικούς μου στίχους
διπλωμένους προχείρως υπό μάλης
για να κοντοστέκεται όπου βρεί
και μ'αγκομαχητό βαρύ και δύσπνοια
να τους διαβάζει στούς φίλους του εκεί πάνω
και στους γνωστούς του όλους.

Το ποίημα προέρχεται απο τη ποιητική συλλογή του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκη "Φυσώντας των σπονδύλων μου το Φλάουτο"