31 Δεκ 2008

Ο Κόκκινος Ντάνυ



Μουσική : Μάνος Ξυδούς
Στίχοι : Πάμπος Φιλίππου

Απο το δίσκο
" Τ'αστέρια θα'ναι πάντα μακριά"

30 Δεκ 2008

Προβοκάτσια, η γεροντική αρρώστια του Περισσού

του Στέλιου Κούλογλου, 21/12/2008

Η ιστορία επαναλαμβάνεται με μαθηματική ακρίβεια: κάθε φορά που το ΚΚΕ νιώθει ότι ξεπερνιέται από κάποιο αυθόρμητο κίνημα, σπεύδει να αποδώσει την ύπαρξη και τη δράση τους σε κάποιους προβοκάτορες. Πριν από 35 χρόνια, 300 προβοκάτορες και πράκτορες της Ασφάλειας, σύμφωνα με τη φοιτητική παράταξη του ΚΚΕ, είχαν οργανώσει το Πολυτεχνείο. Στις μέρες μας τον ρόλο του προβοκάτορα έπαιξε ο ΣΥΡΙΖΑ, που σύμφωνα με τη κυρία Παπαρήγα «χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων».

Το ΚΚΕ δεν είχε ποτέ το θάρρος ή την τιμιότητα να κάνει την αυτοκριτική του για την σπίλωση της κορυφαίας αντιδικτατορικής εκδήλωσης του ελληνικού λαού και έτσι τα πράγματα συνεχώς χειροτερεύουν. Με την πλήρη υιοθέτηση του Στάλιν και του Ζαχαριάδη στο επερχόμενο συνέδριο του, ολόκληρη η ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος θα εξηγηθεί μέσα από τη δράση διαφόρων «προβοκατόρων», από τον Χρουτσώφ μέχρι τον Γκορμπατσώφ. Ακόμη και η ήττα στον Εμφύλιο Πόλεμο, δεν θα αποδοθεί στον τυχοδιωκτισμό του Ζαχαριάδη που τον ξεκίνησε, αλλά στη «προβοκάτσια» του Τίτο και άλλων εγχώριων προβοκατόρων.
Με αφορμή τη δολοφονία του Αλέξη Γρηγορόπουλου, ξεκίνησε πριν από 15 μέρες μια αυθόρμητη εξέγερση της νεολαίας. Οι βαθύτερες αιτίες είναι γνωστές: η ανεπάρκεια ενός απαρχαιωμένου, σαδιστικού εκπαιδευτικού συστήματος , οι διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες, η διαφθορά της πολιτικής ελίτ, η μιζέρια στην οποία καλείται να ζήσει η γενιά των 700 ευρώ των πολλών πτυχίων, η υποβάθμιση των πόλεων, η κωμικοτραγική κυβέρνηση και η έλλειψη ελπίδας για τους νέους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εξέγερση ήταν οργισμένη και όταν κάποιος οργίζεται παραφέρεται και υποπίπτει σε λάθη για τα οποία αργότερα μετανοιώνει. Αν αυτό το κίνημα δεν είχε επιδοθεί σε καταστροφές και βανδαλισμούς που κατέληξαν σε γενικευμένη λεηλασία αλλά αντίθετα είχε υιοθετήσει μαζικούς, ειρηνικούς τρόπους διαμαρτυρίας και πολιτικά αιτήματα, η κυβέρνηση της Ν.Δ. θα είχε καταρρεύσει. Αλλά στα 15χρονα οι πολιτικοί στόχοι δεν πέφτουν από τον ουρανό: αυτός είναι ο στόχος των πολιτικών δυνάμεων που εκφράζουν τις προοδευτικές δυνάμεις της κοινωνίας.
Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι η κυβέρνηση χρησιμοποίησε προβοκάτορες για να συσπειρώσει τη «συντηρητική πλειοψηφία». Στις εφημερίδες και στο διαδίκτυο δημοσιεύθηκαν δεκάδες φωτογραφίες που δείχνουν παρακρατικούς με λοστούς και κουκούλες να περιφέρονται ανάμεσα στα ΜΑΤ. Αντί να καταγγείλει τους υπαρκτούς προβοκάτορες η γραμματέας του ΚΚΕ τα έβαλε με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι αλήθεια ότι ο Περισσός έχει τα ελαφρυντικά του. Η περίφημη δήλωση έγινε την στιγμή που η κυβέρνηση ήταν στο στάδιο της αυτοδιάλυσης: ακόμη και ο επικεφαλής του Πολιτικου Σχεδιασμού της Ν.Δ. δήλωνε σε ξένες εφημερίδες ότι «ο πρωθυπουργός είναι σοβαρά μπερδεμένος με την αντιμετώπιση των ταραχών». Το ΚΚΕ επέλεξε να στηρίξει την κυβέρνηση στην πιο δύσκολη στιγμή της γιατί αν γίνονταν πρόωρες εκλογές θα έχανε τη πρωτοκαθεδρία στην αριστερά. Τελικά δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα. Το «κόμμα της εργατικής τάξης» δεν είδε πάλι προβοκάτορες:
Για το εκλογικό του ποσοστό ενδιαφέρεται...

Ο Στέλιος Κούλογλου είναι ο ιδρυτής
της "TV χωρίς σύνορα"

20 Δεκ 2008




" ΤΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΣΟΥ ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΙ
ΑΠ'ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟ ΣΟΥ"

Μουσική : Magic de Spell
Στίχοι : Πάμπος Φιλίππου

ΑΠΟ ΤΟΝ ΔΙΣΚΟ
"ΚΟΚΚΙΝΟ"
2000

15 Δεκ 2008

Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα

Σκαλί - σκαλί πάει ο Ιγνάθιο
το Θάνατό του φορτωμένος
Γύρευε να'βρει την αυγή
μα πουθενά η αυγή δεν ηταν.
Γυρεύει τη σωστή θωριά του
και τ'όνειρο του αλλάζει δρόμο.
Γύρευε τ'όμορφο κορμί του
και βρήκε το χυμένο του αίμα.

Στιγμή δεν έκλεισε τα μάτια
που είδε τα κέρατα κοντά του
όμως οι τρομερές μανάδες
ανασήκωσαν το κεφάλι
Κι απο τα βοσκοτόπια πέρα
ήρθε ενα μυστικό τραγούδι
που αγελαδάρηδες ομίχλης
τραγούδαγαν σε ουράνιους ταύρους

Δεν είχε άρχοντα η Σεβίλλια
μπροστά του για να παραβγεί
ούτε καρδιά να 'ν' τόσο αληθινή
Σαν ποταμός απο λιοντάρια
η ξακουσμένη του αντρειοσύνη
και σαν σε πέτρα σκαλισμένη
η στοχασιά του η μετρημένη

Τώρα για πάντα πια κοιμάται
Τώρα τα μουσκλια και τα χόρτα
με δάκτυλα που δεν λαθεύουν
το άνθος ανοίγουν του μυαλού του
Και το τραγουδιστό του αίμα
κυλάει σε βάλτους και λειβάδια
γλιστράει στο σύγκρυο των κεράτων
άψυχο στέκει στην ομίχλη
σε βουβαλιών σκοντάφτει πόδια
σε μια πλατιά, μια λυπημένη,
μια σκοτεινή γλώσσα, ώσπου τέλμα
να γίνει απο γωνία, πλάι
στον Γουαδαλκιβίρ των άστρων.

2 Δεκ 2008

Κάτω απο τους ήχους της Jazz

Δευτέρα έντεκα το βράδυ. Περπατάω στα δρομάκια της παλιάς Λευκωσίας, μένα τσιγάρο στα χείλη και με τις σκέψεις μου να καλπάζουν προσπαθώντας να τις βάλω σε τάξη, με σκοπό να τις αποτυπώσω σε κάποιο κείμενο. Έρημα τα δρομάκια, έρημα και τα σπίτια που βρίσκονται κατα μήκος των δρομακιών. Κάπου κάπου μια φιγούρα ξεπροβάλει μέσα απο κάποιο στενό ή απο κάποια πόρτα και χάνεται στη στιγμή στο σκοτάδι.
Ξαφνικά ακούω ένα ισχνό ήχο απο σαξόφωνο, τύμπανα, κιθάρα. Κατευθύνομαι προς το μέρος που ακούγονται και ο ήχος δυναμώνει περισσότερο. Φτάνω μπροστά απο κάτι παλιές πόρτες, και τα κατηφορικά σκαλιά στην είσοδο με οδηγούν στο εσωτερικό ενός μπάρ. Χαμηλός φωτισμός με κεριά πάνω στα τραπέζια. Ένας δυο πάνω στο ξύλινο μπάρ και ένας δυο κάθονται ανάμεσα στα τραπεζάκια. Κάποιοι άλλοι πάνω σε μια μικρή σκηνή ενώνουν τους ήχους απο τα όργανά τους δημιουργώντας μουσική. Γνωρίζω τους ήχους. Jazz
Κάθομαι στο μπάρ παραγγέλοντας ουίσκι. Σε λίγο καταφθάνουν και άλλοι, με κιθάρες στους ώμους, με σαξόφωνα,πλήκτρα και μικρόφωνα. Τελειώνουν το κομμάτι αυτοί που παίζουν, ανεβαίνουν άλλοι, πάιζουν το δικό τους κομμάτι και μετά εναλλάσονται μεταξύ τους. Μιλάνε Ελληνικά, Τούρκικα, "Εις υγεία", "Şerefe"και η μουσική συνεχίζεται.
Ανάμεσα στον ισχνό φωτισμό και στα κεριά που τρεμοπαίζουν πάνω στα τραπέζια, νέα παιδιά με πάθος για τη μουσική και τη ζωή, παραμερίζουν διαφορές και "εθνικότητες" και ενώνονται κάτω απο τους μαγικούς ήχους της Jazz.
Παραγγέλω ακόμα ένα ουσίσκι και στρίβωντας ακόμα ένα τσιγάρο ταξιδεύω παρέα με σαξόφωνα, τύμπανα, μπάσα και κιθάρες, και ονειρεύομαι μια Κύπρο γεμάτη απο μουσική, λέξεις και έρωτα. Μια Κύπρο που έχει αφήσει πίσω της λέξεις που διχάζουν, πράξεις που ματώνουν, νοοτροπίες που σκοτώνουν και μέσα απο τους νέους της κτίζει μια Κύπρο ελεύθερη.

Υ.Γ. Τα παιδιά παίζουν κάθε Δευτέρα εναλλάξ στο μπαράκι "Λωτοφάγοι" στις ελεύθερες περιοχές και στο μπαράκι "Νάρνια" στα Κατεχόμενα. Και τα δυο βρίσκονται στη παλιά Λευκωσία. Αρχίζουν γύρω στις δέκα το βράδυ.


24 Νοε 2008

Οι Άγιοι των Εξαρχείων

Απο την εκπομπή "Πρωταγωνιστές"
του Σταύρου Θεοδωράκη









17 Νοε 2008

Μιχάλης Καλτέζας


Μιχάλης Καλτέζας
17 / 11 / 1985
Νεκρός απο σφαίρα αστυνομικού
15 ετών

"Είναι επώδυνο πραγματικά
να προσπαθείς να προστατευτείς
απο τη μοναξιά.
Απελπισμένος να κυνηγάς τα όνειρά σου
και μια απέραντη θλίψη
να διαγράφεται στα χαρακτηριστικά
του προσώπου σου"

10 Νοε 2008

Η αποθαμένη

Αν ξάφνου δεν υπάρχεις,
αν ξάφνου δε ζεις
εγώ θα συνεχίσω να ζω.

Δεν τολμώ,
δεν τολμώ να γράψω,
αν πεθάνεις.

Εγώ θα συνεχίσω να ζω.

Γιατί όπου ένας άνθρωπος δεν έχει φωνή
εκεί θα είναι η φωνή μου.

Όταν οι μαύροι μαστιγώνονται,
δε θα μπορώ να είμαι πεθαμένος.
Όταν τ'αδέρφια μου μπαίνουν στα σίδερα
θα είμαι κι εγώ μαζί τους.

Όταν η νίκη,
όχι η νίκη μου,
αλλ'η μεγάλη νίκη
έρθει,
κι αν είμαι άλαλος πρέπει να μιλήσω
θα τη δω να έρχεται έστω κι αν είμαι τυφλός.

Όχι, συγχώρα με.
Αν δε ζεις,
αν,αγαπημένη,έρωτά μου
αν εσύ
έχεις πεθάνει,
όλα τα φύλλα θα πέσουν στο στήθος μου,
θα βρέχει μερόνυχτα μέσ'στην ψυχή μου,
το χιόνι θα καίει την καρδιά μου,
θα βαδίζω με κρύο και φωτιά και θάνατο και χιόνι,
τα πόδια μου θα θέλουν να'ρθουν εκεί που κοιμάσαι,
μα
εγώ θα συνεχίσω τη ζωή,
γιατί με θέλεις πάνω απ'όλα να'μαι
ατίθασος,
και γιατί το ξέρεις,αγαπημένη,πως δεν είμαι ένας άντρας
μόνο
μα όλοι οι άντρες.

Pablo Neruda
(Οι στίχοι του Καπετάνιου)

2 Νοε 2008

Χώροι Στάθμευσης για αναπήρους. Πώς είπατε;

Την περασμένη εβδομάδα είχα επισκεφθεί τα νέα κτίρια του Ανώτατου Δικαστηρίου στη Λευκωσία για κάποια εργασία. Ένα σύγχρονο κτίριο με χώρους στάθμευσης μπροστά απο τη μεγάλη είσοδό του. Ανάμεσα στους χώρους στάθμευσης και ένας χώρος για ανάπηρους που ξεχωρίζει απο τους άλλους, αφού πάνω στην άσφαλτο υπάρχει το σύμβολο που παραπέμπει σε χώρο στάθμευσης για αναπήρους. Εκτός απο το σύμβολο υπάρχει και μια μικρή ράμπα μπροστά απο το χώρο στάθμευσης για να ευκολύνεται ο ανάπηρος κατά την προσέλευση του στα Δικαστήρια.
Σταθμεύω που λέτε κοντά στο χώρο αναπήρων και βλέπω να είναι καταλλειμένος. Μέχρι να πάρω κάποια πράγματα απο το αυτοκίνητο βλέπω μια "κυρία", ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ να φθάνει στο αυτοκίνητο, να το ανοίγει, να παίρνει κάτι και να ξαναφεύγει. Σημειώστε ότι η εν λόγω "κυρία" φορούσε την χαρακτηριστική ενδυμασία των δικηγόρων που φοράνε όταν δουλεύουν στα Δικαστήρια.
Πηγαίνω κοντά στο αυτοκίνητο, και ψάχνω να βρώ το αυτοκόλλητο που οι ανάπηροι κολλάνε στο μπροστινό γυαλί του αυτοκινήτου τους για να διευκολύνεται η παρουσία τους σε χώρους για αναπήρους. Δεν το βρήκα.
Παίρνω τα πράγματά μου και κατευθύνομαι στο εσωτερικό των Δικαστηρίων και βρίσκω τον αστυνομικό που είχε βάρδια εκείνη την ώρα και τον ενημερώνω για ένα αυτοκίνητο που βρίσκεται σταθμευμένο σε χώρο αναπήρων, χωρίς σήμανση στο γυαλί του αυτοκινήτου, και τον ιδιοκτήτη του πιθανόν να βρίσκεται στους χώρους των Δικαστηρίων που εκτός των άλλων είναι και δικηγόρος. Με κοιτάει για λίγο με ενα βλακώδες ύφος και μετά μου λέει θα ψάξει να βρεί τον ιδιοκτήτη. Προχώρησα τότε και εγω στη δουλειά μου και όταν τελείωσα μετά απο καμμιά ώρα και επανήλθα στους χώρους στάθμευσης το αυτοκίνητο βρισκόταν ακόμα εκεί. Αποφάσισα τότε να περιμένω την εν λόγω "κυρια" να προσέλθει στο αυτοκίνητό της.
Μετά απο κανένα μισάωρο την βλέπω να έρχεται. Πάω κοντά της και της λέω :
"Συγγνώμη είσαι παράλυτη;"
Ξαφνιασμένη προς στιγμή με κοιτάει και μου απαντάει "Οχι".
"Το ξέρεται ότι εδω είναι χώρος για αναπήρους" της λέω και εκείνη μου απαντάει μένα ύφος εντελώς ηλίθιο και αλαζονικό, " Ε και, όλοι παρκάρουν εδώ". Εκείνη την στιγμή είχα την έντονη επιθυμία να της δώσω ενα μεγάλο φούσκο όπως λέμε στην Κύπρο αλλά τελικά άφησα την κουβέντα εκεί και έφυγα. Είναι αυτονόητο ότι με τέτοιες συμεριφορές και απαντήσεις σε εντελώς λογικές ερωτήσεις είναι αδύνατο να κάνεις συζήτηση και να παραδεχτεί ο άλλος το λάθος του. Και δυστυχώς η πιο πάνω περίπτωση δεν είναι η μόνη στη Κύπρο. Οι ανάπηροι στη Κύπρο περνούν την δική τους κόλαση καθημερινά. Μια κόλαση που την κάνουν πραγματικότητα οι διάφοροι του τύπου "Ε και, όλοι παρκάρουν εδώ".
Πιστεύω ότι η πιο πάνω φράση αντικατοπτρίζει την πραγμάτικότητα στην Κύπρο, στον τρόπο σκέψης πάνω στα διάφορα θέματα που αφορούν κοινωνικές ομάδες όπως οι αναπήροι και όχι μόνο. Με τέτοια μυαλά πως είναι δυνατόν η Κυπριακή κοινωνία να πάει μπροστά. Ως εκ τούτου οι διάφορες εξαγγελίες για δημιουργία χώρους στάθμευσης αναπήρών, για ράμπες στα διάφορα κτίρια, και ότιδήποτε άλλο είναι ενα κενό σχήμα λόγου.

30 Οκτ 2008

Λύκος

Είχα πρόθεση να γράψω ένα κείμενο για τους Λύκους και ψάχνοντας για κάποιο βίντεο να συνοδέψω το κείμενό μου έπεσα πάνω σε αυτό το οποίο αναρτώ μόνο του και επιφυλάσσομαι να επιστρέψω με ένα δικό μου κείμενο.

26 Οκτ 2008

Κατερίνα Γώγου

Η ελευθερία μου είναι στίς σόλες
των αλήτικων παπουτσιών μου.
Φέρνω τον κόσμο άνω κάτω.
Μπορώ να σεργιανίσω
ό,τι ώρα μου γουστάρει.
Π.χ. την ώρα που βάζετε τις μασέλες σας
στο ποτηράκι με το νερό πρίν κοιμηθείται
την ώρα που απαυτωνόσαστε
την ώρα που κάνετε το χρέος σας
στα παιδιά σας
στο σωματείο σας
την ώρα που σας έχουν χώσει την ιδέα
πως τρώτε αυγολέμονο
και τρώτε σκατά
μπορώ και περπατάω με τ'αλήτικα παπούτσια μου
πάνω απ'τις στέγες σας
- όχι ρε παιδάκι μου σαν εκείνη
την ηλίθια με τη σκούπα, την Μαίρη Πόπινς-
δεν πιάνεται το κανάλι μου
μόνο όσοι έχουμε το ίδιο μήκος κύματος
ανθρωπάκια χέστες κατά βάθος σας λυπάμαι
αλλά τώρα δε χάνω το χρόνο μου μαζί σας
δεν θέλω παρτίδες με κανένα σας
η ελευθερία σας
είναι στις σόλες των τρύπιων παπουτσιών μου
θάρθει η ώρα που θα τις γλύφετε
και θα ουρλιάζετε κλαίγοντας "θαύμα θαύμα"
αυτά τα παπούτσια
ποτέ δεν ξεκουράζονται κι ούτε βιάζονται
όταν εγω καθαρίσω από δω
θα τα φορέσει ο Παύλος, η Μυρτώ, φοράμε το ίδιο
νούμερο
δε λυώνουν όσες πρόκες κι αν ρίχνεται στο δρόμο
σας βαράνε στο δόξα πατρί σας
θάρθει η ώρα που θα τρέχετε απεγνωσμένα στο στιλβωτήριο
"συνοδοιπόροι" κι "αποστάτες"
να βάψετε τα δικά σας
μα η μπογιά
δεν θα πιάνει
ό'τι κι αν κάνετε, όσα κι αν δίνεται
τέτοιο άτιμο κόκκινο είναι το κόκκινο το δικό μας.

Απο την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Γώγου
"Τρία Κλίκ Αριστερά"

19 Οκτ 2008

Η μοναξιά του να είσαι άνθρωπος

Εσείς τι θα κάνατε αν κάποιος χρειαζόταν απελπισμένα τη βοήθειά σας, κάποιος που οι συνθήκες δεν του επιτρέπουν να βοηθήσει ο ίδιος τον εαυτό του με τα δικά του μέσα;
Σε μια κοινωνία όπου ο καθένας κινείται με στόχο το προσωπικό συμφέρον, οι ανθρώπινες σχέσεις και κατεπέκταση οι σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση αλλά και με τα διάφορα είδη του ζωικού βασιλείου (στο οποίο ανήκει και ο άνθρωπος), έχουν περιέλθει σε μια κατάσταση ανυπαρξίας. Δεν υπάρχουν σχέσεις. Ο άνθρωπος εχει αλλοτριωθεί απο τον ίδιο τον εαυτό του αλλα και απο τους γύρω του, και απο την ίδια την φύση. Ευτυχώς όμως υπάρχουν ανθρώποι πάνω σ'αυτό τον πλανήτη, που σε αντίθεση με το τι συμβαίνει γύρω τους, αντιστέκονται και παραμένουν άνθρωποι πότε με τα λόγια τους, πότε με τις πράξεις τους, που όμως αυτός ο τρόπος ζωής τους καθιστά μόνους. Αυτοί οι άνθρωποι νοιώθουν μέχρι το απειροελάχιστο μόριο της ύπαρξης τους την μοναξιά του να είσαι άνθρωπος.
Ένας απο αυτούς τους ανθρώπους είναι και ένας φίλος μου. Ένας φίλος που με τις πράξεις του, μου δείχνει ότι η ανθρωπιά και η αγάπη δεν εχει εξαφανιστή, δεν έχει πεθάνει. Και ότι υπάρχει ένας τρόπος ζωής διαφορετικός απο αυτόν που ζούμε σήμερα.
Ένα μικρό γατάκι είναι η αιτία που γράφω αυτό το κείμενο. Ένα μικρό γατάκι που βρέθηκε μονάχο, χωρίς την προστασία την μάνας του αντιμέτωπο με τις αρρώστιες και τις κακουχίες που προσλαμβάνουν ένα μικρό πλάσμα στα πρώτα βήματά του στον κόσμο. Απελπιστικά μόνο, ανήμπορο να βρεί τροφή, βρήκε καταφύγιο στους χώρους στάθμευσης της πολυκατοικίας που μένει ο φίλος μου. Το κλάμα του, ενα κλάμα "κραυγή" για βοήθεια αντήχησε στα αυτιά του φίλου μου που το αναζήτησε. Το βρήκε και το πήρε στα χέρια του, που τρεμάμενο, φοβισμένο και άρρωστο ήταν σχεδόν νεκρό. Το πήρε στο δικό του χώρο, όπου του έβαλε τροφή, το καθάρισε και του πρόσφερε ενα χώρο ασφάλειας. Την επόμενη μέρα το πήρε στο κτηνίατρο όπου του προσφέρθηκε ιατρική περίθαλψη. Η αγάπη που προσφέρθηκε σ'αυτό το γατάκι το "επανέφερε"στη ζωή. Τώρα είναι υγιέστατο, τρέχει, παίζει, γεμάτο απο ζωή ανακαλύπτει τον κόσμο.
Το γατάκι αυτό κατάφερε να επιζήσει χάρη στην αγάπη και τη φροντίδα που του πρόσφερε ο φίλος μου. Πόσα όμως γατάκια δεν καταφέρνουν να επιζήσουν γιατί δεν βρίσκεται κάποιος να τα βοηθήσει, να τα περιθάλψει, να τους δώσει την αγάπη που χρειάζονται. Για βάλτε τώρα στη θέση που βρέθηκε το γατάκι ένα ανθρώπινο βρέφος. Πώς θα ήταν η αντίδραση σας;

Σ'ευχαριστώ φίλε που παραμένεις άνθρωπος.

5 Οκτ 2008

Ένας αυτόπτης μάρτυρας μιλά για τη σφαγή στο Παλαίκυθρο...

Αν η μια από τις μεγαλύτερες ντροπές της κοινής μας ιστορίας είναι ο βιασμός και η σφαγή των γυναικών και των παιδιών στα χωριά Μάραθα - Σανταλάρης και Αλόα (Murataga-Atlilar-Sandallar), τότε η άλλη είναι αυτό που συνέβη στο Παλαίκυθρο (Balikesir).


Η ιστορία του Παλαίκυθρου κρατήθηκε μυστική από τους απλούς Τουρκοκύπριους - δεν είχαν ιδέα τι συνέβη εκεί, όπως και οι Ελληνοκύπριοι δεν ήξεραν τι συνέβη στη Μάραθα, τον Σανταλάρη και την Αλόα.


Συνεχώς επιστρέφω στην ιστορία του Παλαίκυθρου διότι δυσκολευόμουν να καταλάβω τι ακριβώς συνέβη, αλλά κυρίως, γιατί συνέβη.


Τι συνέβη στο Παλαίκυθρο τον Αύγουστο του 1974;


Στις 17 Αυγούστου 1974, τρεις ή τέσσερις Τουρκοκύπριοι πήγαν στο Παλαίκυθρο για να λεηλατήσουν... Μια μέρα πριν, είχαν πάει στη φάρμα της οικογένειας Σουππουρή για να κλέψουν τις αγελάδες και τα άλλα ζώα.


Είκοσι ένας Ελληνοκύπριοι, οι περισσότεροι γυναίκες και παιδιά μαζεύτηκαν στο σπίτι του Σουππουρή. Δεν είχαν φύγει, πιθανόν λόγω των ζώων - σε πολλές περιπτώσεις οι άνθρωποι που είχαν ζώα δίσταζαν να φύγουν από τα σπίτια τους και να τρέξουν για την ασφάλειά τους. Έτσι, οι τέσσερις Τουρκοκύπριοι πήγαν στο Παλαίκυθρο για να λεηλατήσουν και πιθανόν συζήτησαν με τον παππού Σουππουρή που είχε φάρμα. Υπάρχουν φήμες λένε ότι ήθελαν να κλέψουν τη μηχανή αρμέγματος που ήταν αρκετά καινούργια στην περιοχή. Μετά από πολλές συνεντεύξεις με Ελληνοκύπριους σχετικά με το Παλαίκυθρο μια μέρα δημοσίευσα την ιστορία, και πήρα τηλεφώνημα από ένα μάρτυρα που ήθελε να μου μιλήσει για τη σφαγή. Είναι από την Επηχώ (Cihangir-Abohor) και είναι περίπου 50 χρονών. Δεν ήταν αναμειγμένος με απρεπείς ενέργειες αλλά είναι ένας σημαντικός αυτόπτης μάρτυρας από την περιοχή που είδε πολλά.


Συναντηθήκαμε στο σπίτι του και μου είπε την ιστορία του:


"Είχαν έρθει στο χωριό μας την Επηχώ (Abohor-Cihangir) Ελληνοκύπριοι και λεηλάτησαν τα σπίτια μας και έσπασαν κάποια έπιπλα. Συνεπώς πήγαμε να πάρουμε κάποια έπιπλα από τα σπίτια των Ελληνοκυπρίων ώστε να αντικαταστήσουμε τα δικά μας σπασμένα έπιπλα. Απ' ό,τι θυμούμαι, γύρω στο μεσημέρι στις 17 Αυγούστου 1974 πήγαμε στο Παλαίκυθρο. Είδαμε ότι τα σπίτια στο Παλαίκυθρο δεν είχαν ανοιχτεί ακόμα. Είμαστε 5-6 φίλοι έτσι πήγαμε σε διαφορετικά σπίτια. Όταν μπήκαμε στο πρώτο σπίτι, ένας Τούρκος στρατιώτης άρχισε να φωνάζει:


"Θα σε πυροβολήσω! Ψηλά τα χέρια!"


Μας μάζεψε εκεί και είπε:
"Ποιος πυροβόλησε αυτούς τους ανθρώπους; Ορκίζομαι ότι θα τον σκοτώσω, όποιος και να είναι!"
Φοβηθήκαμε... Στο σπίτι ήταν μια γυναίκα με ένα παιδί - το παιδί το είχαν πυροβολήσει στην κοιλιά και η μητέρα που το κρατούσε ήταν πεθαμένη. Υπήρχε μια άλλη γυναίκα που ήταν πληγωμένη στο πόδι. Μάθαμε αργότερα ότι το ένα της πόδι ήταν ανάπηρο και την πυροβόλησαν στο γερό της πόδι. Έλεγε "Παττίχες! Παττίχες!", ζητούσε καρπούζι ενώ στεκόταν στη μέση του δωματίου. Διψούσε τόσο πολύ... Κάποιοι από τους Τούρκους στρατιώτες ήταν πολύ θυμωμένοι με ό,τι συνέβη.


Κοντά στο σπίτι ήταν ένα βαν Peugeot... Υπήρχαν 3-4 νεκρά σώματα και ανάμεσά τους ένα αγόρι 12-13 χρονών που προσποιούνταν ότι ήταν πεθαμένο. Όταν ο Τούρκος διοικητής μάς ανάγκασε να σηκώσουμε τα χέρια στον αέρα, το αγόρι πήρε κουράγιο. Σηκώθηκε και είπε στο διοικητή "μιλάς αγγλικά;".


Ο Τούρκος στρατιώτης δεν μιλούσε αγγλικά. Υπήρχε ένας χωρικός δίπλα μας και το παιδί του είπε "δεν είναι αυτοί που μας πυροβόλησαν...".


"Μίλα" είπε ο διοικητής και το παιδί άρχισε να μιλά ελληνικά και ο χωρικός μας μετάφραζε στα τούρκικα στον διοικητή... Το παιδί είπε: "Τρία άτομα ήρθαν με ένα κόκκινο τράκτορ... Αυτοί δεν είναι οι άνθρωποι που μας πυροβόλησαν....". Το παιδί ήταν πυροβολημένο σε 5-6 σημεία, φορούσε ένα άσπρο πουκάμισο, γεμάτο αίματα. Σκέφτηκα "γιατί τον πυροβόλησαν τόσες φορές αλλά δεν κατάφεραν να τον σκοτώσουν;". Διότι είχαν ένα όπλο Thompson και δεν δούλευε καλά το ελατήριο του... Ίσως γι' αυτό επέζησε...


Ο στρατιώτης είπε "Οκέι..."


Υπήρχε ένα άλλο παιδί στις τριανταφυλλιές που έτρεμε πολύ...


Ο Τούρκος στρατιώτης μας διέταξε να σκάψουμε και να θάψουμε τα νεκρά σώματα αλλά καθώς μας έδωσε τη διαταγή αυτή, το 12χρονο αγόρι άρχισε να τρέχει και μπήκε στο σπίτι της οικογένειας Σουππουρή. Ο στρατιώτης μάς διέταξε να τρέξουμε πίσω του. Τρέξαμε... Το παιδί πήγε στο υπνοδωμάτιο. Στο κρεβάτι ήταν μια γυναίκα εντελώς γυμνή... Το παιδί πήδηξε πάνω της, σκεπάζοντας την με το σώμα του και φωνάζοντας "Μάνα μου!..."


Την πυροβόλησαν στα γεννητικά της όργανα και το παιδί προσπαθούσε να σταματήσει το αίμα με βαμβάκι. Την είχαν βιάσει και πυροβολήσει. Αργότερα αυτός που τη βίασε μας καυχιόταν ότι "Και τους βίασα και τους σκότωσα..."


Μέσα στο σπίτι ήταν ένα νεαρό κορίτσι σε μια πολυθρόνα, μισόγυμνο. Την είχαν σκοτώσει και εκείνη.


Κλείσαμε την πόρτα και βγήκαμε έξω...


Είχαν μαζέψει μερικούς Τουρκοκύπριους γύρω από το χωριό και τους έβαλαν σε γραμμή. Το 12χρονο αγόρι υπέδειξε ποιοι έκαναν τη σφαγή αυτή. Τρεις Τουρκοκύπριοι συνελήφθηκαν και τους πήραν στη Μια Μηλιά (Haspolat) για να δικαστούν. Αργότερα, κάποιοι άνθρωποι από το χωριό μας πήγαν στη Μια Μηλιά και είπαν ιστορίες στους Τούρκους στρατιώτες ότι αυτοί που θα τους δίκαζαν επίσης υπέφεραν και έπεισαν τους στρατιώτες να τους αφήσουν ελεύθερους. Έτσι έφυγαν ατιμώρητοι.


Μετά από 10 λεπτά ήρθαν η Ερυθρά Ημισέληνος και οι άλλοι στρατιώτες... Ήρθε και ένας στρατιωτικός γιατρός για να δει τους πληγωμένους και να πει ποιοι ήταν πεθαμένοι για να θαφτούν.


Όταν ήρθε αυτός ο γιατρός, κάποιοι άνθρωποι άρχισαν να βγαίνουν από τη σοφίτα του σπιτιού - πρέπει να κρύφτηκαν εκεί. Άρχισαν να περιγράφουν τι έγινε. Ένας από αυτούς περιέγραψε έναν από τους δολοφόνους:
"Δουλεύαμε μαζί του στα καμίνια".


Υπήρχαν ανάμεσά τους και Ελληνοκύπριοι που μιλούσαν τούρκικα. Αυτούς τους ανθρώπους τους πήραν στη Βώνη την επόμενη μέρα. Όταν μπήκαμε στη μάντρα του Σουππουρή, είδαμε τα νεκρά σώματα τεσσάρων αντρών - είχαν τα ρολόγια τους πάνω τους. Μετά την πιστοποίηση του θανάτου 17-18 από αυτούς, τους έθαψαν σε ένα χαντάκι κοντά στο σπίτι... Και ξέρεις αυτόν το μαζικό τάφο που εντοπίστηκε και ανασκάφηκε...


Δεν έγινε τέτοιο πράγμα σε άλλο τόπο. Είναι ντροπή που αυτοί οι τρεις Τουρκοκύπριοι το έκαναν αυτό... Ήθελα να σου πω αυτά που ξέρω ώστε όλοι να καταλάβουν τι έγινε. Ντρέπομαι για αυτά που έκαναν..."


Sevgul Uludag
(Πηγή εφημερίδα πολίτης)

29 Σεπ 2008

Σούρουπο

Το σούρουπο αποτελεί για μένα στιγμή διαύγειας. Κοιτάζω το γαλάζιο του ουρανού να μεταλλάζεται σε κίτρινο, μετά πορτοκαλί και μετά κόκκινο, σαν ζεστό αίμα που αναβλύζει από τα ξεσκισμένα στήθη κάποιου νεκρού στρατιώτη σένα πεδίο μάχης πολύ μακριά από το σπίτι του. Και μετά να ακολουθεί το λυκόφως που φέρνει μαζί του εκείνο το δροσερό αεράκι που προμυνήει τον ανελέητο ερχομό της νύχτας. Στριβώ ένα τσιγάρο και καθισμένος στη μέση του κεντρικού πάρκου της πόλης περιτριγυρισμένος από δέντρα που ασφυκτιούν κάτω από τη ηλίθια σχιζοφρενική κίνηση του ανθρώπου πάνω στη γη μένω να κοιτάζω τα χρώματα του ουρανού να μεταλλάσσονται και ένα ένα τα φώτα της πόλης να ανάβουν δίνοντας το έναυσμα για μια κατακλυσμιαία παρέλαση ανθρώπων κάτω από το πέπλο της νύχτας που κρυμμένοι μέσα στο σκοτάδι σε κατακρεουργούν. Και εγώ εκεί καθισμένος σένα παγκάκι να τους βλέπω να ξετρυπώνουν από παντού. Μέσα από τους θάμνους, μέσα από τα δέντρα, μέσα από το νερό που μόλις είχα πιει, μέσα από το τσιγάρο που καπνίζω και να με μαχαιρώνουν γιατί σιχαίνομαι το σκοτάδι. Μα αυτοί ζούνε μέσα στο σκοτάδι.
Το σούρουπο βρίσκω την ευκαιρία να βάλω τις σκέψεις μου σε μία τάξη, να τις στοιχίσω και να βγάλω τα απαραίτητα συμπεράσματα. Αποτελώ μέλος της κοινωνίας αλλά και την ίδια στιγμή είμαι αποκομμένος από αυτή. Είμαι σε ρήξη με την κοινωνία. Είμαι σε ρήξη με τους θεσμούς της, τα ήθη της, τις κοινωνικές της ομάδες, τα κόμματά της, τις θρησκείες της, τα σχολεία της, τα νεκρά ανθρωπάκια της. Πετάω το τσιγάρο στο κάλαθο με τα σκουπίδια δίπλα. Παίρνει φωτιά. Και εγώ να κάθομαι και να κοιτάζω τη φωτιά να φουντώνει, να φουντώνει μέχρι που τα πάντα γύρω μου να γίνονται στάχτη. Και κάποιος από μακριά να φωνάζει «εμπρησμός, εμπρησμός» και να πλακώνουν οι μπάτσοι. Και εγώ να τρέχω, να τρέχω και να γελάω δυνατά. Να γελάω τόσο δυνατά που να σπάζω σε τέσσερα κομμάτια και να διασκορπίζομαι στις τέσσερεις γωνιές της γης. Και τα κομμάτια μου να πυρπολούν και αυτά με τη σειρά τους και να ακούγονται και άλλα «εμπρησμός, εμπρησμός», μέχρι που ολόκληρη η γη να γίνεται στάχτη.
Άφησα το πάρκο πίσω μου και χώθηκα στο πρώτο μπαρ που βρήκα μπροστά μου.
«Ένα ουίσκι με πάγο. Σε χαμηλό ποτήρι».
Στα μπαρ συναντάς κάθε λογής ανθρώπους. Για κάποιους τα μπαρ αποτελούν άσυλο. Στριμωγμένοι πάνω σε μια καρέκλα, με τα πρόσωπα καλυμμένα από το χαμηλό φωτισμό, κατεβάζουν λαίμαργα, ουίσκια, μπύρες, λικέρ και κάθε λογής οινοπνεύματα κοιτάζοντας με τα μάτια κλειστά παλιές φωτογραφίες, αφίσες από συναυλίες, πίνακες μεθυσμένων ζωγράφων ξεχασμένα όλα πάνω στους κιτρινισμένους από τα τσιγάρα τοίχους ξεστομίζοντας νεκρά λόγια.
«Ακόμα ένα».
Δίπλα μου ένας τύπος με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο μπαρ και το κεφάλι του να ακουμπάει ελαφρά πάνω στο δεξί του μπράτσο με το πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος μου. Στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού ένα σβησμένο τσιγάρο και δίπλα του ένα μισογεμάτο ποτήρι μπύρα. Έμεινα για λίγη ώρα να τον κοιτάζω και μέσα από το χαμηλό φωτισμό κατάφερα να διακρίνω κάποια από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν οι ουλές στο πρόσωπό του. Από κάποιες μου φάνηκε να αναβλύζει φρέσκο αίμα. Η ανάσα του ήταν βαριά και κάθε φορά που ο αέρας εξερχόταν από το στόμα του έμοιαζε σαν να ήταν η τελευταία του πνοή. Όταν πια κουράστηκα να τον κοιτάζω, γύρισα να στρίψω ένα τσιγάρο όταν αυτός πετάχτηκε πάνω και αντίκρισα την φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Την ίδια φρίκη που αντικρίζω κάθε φορά που κινούμε ανάμεσα στους ανθρώπους. Στα πρόσωπα πάνω στα πεζοδρόμια, μέσα στα αυτοκίνητα, μέσα στα λεωφορεία, μέσα στα ταξί, μέσα στα εστιατόρια, μέσα στις καφετερίες, μέσα στα σπίτια, μέσα στις εκκλησίες, μέσα στα σχολεία, μέσα στις φυλακές, μέσα στα νεκροταφεία.Άδειασε το ποτήρι με την μπύρα, και μετά με κοίταξε στα μάτια. Έγινα ένα μαζί του. Έγινα εργάτης σε εργοστάσιο, έγινα ανθρακωρύχος μέσα στα σπλάχνα της γης με μαυρισμένους τους πνεύμονες, έγινα αγρότης σε φυτείες στο Μεξικό, έγινα μαύρος σε ορυχεία διαμαντιών στην Αφρική με την ελπίδα να ζήσω μέχρι τα τριάντα, έγινα μικρά κορίτσια στη Κίνα να δουλεύω σε υφαντουργία είκοσι ώρες την ημέρα, έγινα πόρνη σε οίκους ανοχής, έγινα εργάτης στα λιμάνια, έγινα μικρά παιδιά στη Βραζιλία να ψάχνουν τροφή στα σκουπίδια μέσα στις παραγκούπολεις, έγινα ένας κολασμένος.
Βγήκα έξω από το μπαρ. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά φέρνοντας μαζί της και το κρύο. Δεν είχα όρεξη να επιστρέψω πίσω στο διαμέρισμά μου. Μού ήταν ξένο πλέον. Χρωστούσα και τρία ενοίκια και η σπιτονοικοκυρά μου θα με πέταγε σίγουρα έξω αν μάθαινε ότι δεν είχα δουλειά. Σκέφτηκα να περάσω να πάρω κάποια βιβλία αλλά αμέσως άλλαξα γνώμη. Κάθισα στο υγρό πεζοδρόμιο και έμεινα να κοιτάζω τους περαστικούς να διασχίζουν τον δρόμο νευρικά κάτω από τα εκτυφλωτικά φώτα των επιγραφών νέον πάνω από τις βιτρίνες των καταστημάτων και του μουντού φωτισμού των φαναριών που στέκουν κατά μήκος του δρόμου.
Μια γάτα ξεπρόβαλε πίσω από κάτι χάρτινα κιβώτια που βρίσκονταν πεταμένα στην άκρη του πεζοδρομίου. Νιαούρισε πεινασμένα. Την φώναξα αλλά αυτή έμεινε να με κοιτάζει φοβισμένα. Έκανε να φύγει μα γύρισε και με ξανακοίταξε. Της φώναξα και πάλι προχωρώντας νωχελικά προς το μέρος της. Έφτασα κοντά της. Νιαούρισε ξανά πεινασμένα και χώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου τρίβοντας την γούνα της πότε στο αριστερό μου πόδι και πότε στο δεξί. Έσκυψα και της χάιδεψα τη γούνα και αυτή νιαούρισε μένα αίσθημα ευχαρίστησης. Σωριάστηκα ξανά στο πεζοδρόμιο με τη γάτα ανάμεσα στα χέρια μου να την χαϊδεύω ενώ αυτή νιαούριζε ευτυχισμένα. Ξαφνικά ένοιωσα την γάτα να είναι το μοναδικό πλάσμα στο κόσμο που να με καταλαβαίνει. Βλαστήμησα τον εαυτό μου που δεν είχα χρήματα να της αγοράσω κάτι για να φάει. Και ποιος έχει κάτι για να δώσει φαγητό στις γάτες. Κανένας μας δεν έχει. Κι αυτοί που έχουν το κρατάνε για τον εαυτό τους. Όπως κρατάνε για τον εαυτό τους το νερό που πίνουμε, το φαγητό που τρώμε, τα σπίτια που μένουμε, τα ρούχα που φοράμε, τα βιβλία που διαβάζουμε, τις σκέψεις που κάνουμε. Εκείνη τη στιγμή η γάτα έγινε σύντροφός μου. Μας είδα και τους δυο να αλητεύουμε μαζί στους δρόμους της πόλης, η γάτα να κυνηγάει ποντίκια και εγώ να κυνηγάω πανουκλιασμένα ανθρωπάκια.«Τους ανθρώπους τους καταλαβαίνεις από τον τρόπο που συμπεριφέροντε στις γάτες» μου είπε κάποιος φίλος μια φορά και έχει δίκιο.Θυμήθηκα τις γάτες της Ούλθαρ, του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ που κατοικούσαν στη πόλη της Ούλθαρ όπου κανένας από τους κατοίκους της πόλης δεν μπορούσε να σκοτώσει γάτα.
Ένας τσιριχτός ήχος από λάστιχα που σταματάνε πάνω στη άσφαλτο τρόμαξε τη γάτα που την είδα να χάνεται τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι.
Άφησα πίσω μου το πεζοδρόμιο όπου γνώρισα την γάτα και άρχισα να περπατάω με το μυαλό μου γεμάτο από σκέψεις. Η ανθρωπότητα κινείται ατέρμονα σε μια κίνηση πυρπολώντας την ίδια την ζωή. Κράτη, σημαίες, σχολεία, θρησκείες, κυβερνήσεις, κοινοβούλια, βασιλείς, τραστ, πολυεθνικές εταιρείες, χρηματιστήρια, παρασύρουν τον άνθρωπο σε μια κατάσταση άρνησης του ίδιου του εαυτού του. Τον τυφλώνουν και μετά τον ρίχνουν μέσα σένα λαβύρινθο κλείνοντας όλες τις πόρτες που οδηγούν στην έξοδο.Πειθήνιοι υπήκοοι ενός απάνθρωπου συστήματος καταναλώνουν συνεχώς την ίδια την ενέργειά τους ακολουθώντας μια ζωή όπου νεκροί πλέον το σύστημα τους καταπίνει, ξερνώντας στη συνέχεια τα ίδια τα σώματά τους.Φθάνοντας μπροστά από τη δημοτική βιβλιοθήκη, έστριψα ένα τσιγάρο και ξάπλωσα πάνω στα υγρά και κρύα σκαλιά της φέρνοντας στο μυαλό μου στίχους από κάποιο ποίημα μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

21 Σεπ 2008

Η ιστορία της πραγματικής φιλίας του Χρίστου και του Ahmet...

Η Μαρία με παίρνει με το μικρό της αυτοκίνητο στη Λάρνακα για να δω έναν "άνθρωπο-θαύμα" - όχι κάποιον που κάνει θαύματα, αλλά κάποιον που κατάφερε να επιβιώσει από το Τζιάος (Chatoz-Serdarli) το 1974...
Είναι ένας μάστρος, ένας οικοδόμος, κάποιος που έκανε τάφους και ντεπόζιτα νερού από τσιμέντο, κάποιος που δούλευε με Τουρκοκύπριους σε διάφορες οικοδομές... Το όνομά του είναι Χρίστος Κυπριανού... Πάμε στον Τουρκομαχαλά της Λάρνακας, σε ένα όμορφο σπίτι, που ψιθυρίζει ιστορίες από μια άλλη ζωή - τα πλακάκια στο πάτωμα, τα πέντε πέτρινα σκαλιά που οδηγούν στην εξώπορτα, το χερούλι-κουδούνι της πόρτας σε σχήμα γυναικείου χεριού που φοράει δακτυλίδι, ο τεράστιος ηλιακός με τα δύο δωμάτια στην κάθε πλευρά, το ταβάνι ψηλό στα 4 μέτρα και πολύς αέρας να κυκλοφορεί σαν ένα ποίημα από μια άλλη εποχή... Στο τέρμα του ηλιακού, μερικά σκαλιά οδηγούν σε έναν κρυμμένο κήπο πίσω από το σπίτι και ο κήπος αυτός είναι τεράστιος! Μόνο σε ένα κλήμα, βλέπω τριών ειδών σταφύλια! Και τόσα πολλά λουλούδια! Τόσα πολλά πράγματα να θαυμάσεις!
"Και τι γίνεται με το νερό;" ρωτώ τον Χρίστο...
Μου δείχνει ένα πηγάδι στον κήπο:
"Βγάζει για μισή ώρα και μετά σταματά..."
"Ακόμη και έτσι, πάλι είσαι τυχερός!..."
Η γυναίκα του η Μαρίτσα, με ένα στρουμπουλό χαμόγελο και όμορφα μάτια, μας καλωσορίζει με ένα πιάτο νόστιμα σύκα από τον κήπο της - καθόμαστε μέσα και ο μάστρος είναι πολύ περήφανος για το σπίτι... Μας λέει ότι το έβαψε μόνος του και ότι διορθώνει πράγματα... Κάτω το σπίτι έχει ένα τεράστιο υπόγειο όπου ο μάστρος εκτρέφει μερικές πέρδικες και επίσης ένα εργαστήριο για μικρές επισκευές. Φαίνεται να είναι σε φόρμα και ακτινοβολεί για την ηλικία του - είναι 70 χρονών, ψηλός και μελαχρινός και η γυναίκα του παχουλή και χαριτωμένη, μια γυναίκα από το Λευκόνοικο, το χωριό του πατέρα μου. Ο Χρίστος Κυπριανού είναι επίσης από το Λευκόνοικο.
"Μέχρι το 1955-58, ζούσαν και Τουρκοκύπριοι εκεί... Θυμούμαι τον Salih που είχε καμπούρα και που επισκεύαζε μοτοσικλέτες... Όταν ξεκίνησαν οι φασαρίες οι Τουρκοκύπριοι έφυγαν από το χωριό..."
Ο Χρίστος όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του ξεκίνησε να δουλεύει ως οικοδόμος:
"Έκτιζα σπίτια, αλλά και τάφους" λέει... "Θυμάσαι που τα παλιά ντεπόζιτα νερού ήταν καμωμένα από μωσαϊκό; Τα κατασκεύαζα και αυτά... Δούλευα σε διάφορα μέρη, όπως την Ακανθού (Tatlisu) και τη Λευκωσία... Στη Λευκωσία δούλευα με Τουρκοκύπριους εργάτες. Ένας από αυτούς ήταν από τη Μελούντα (Mallidagh) και το όνομά του ήταν Suleyman. Ήταν η Mukaddes που ήταν από τον Ψυλλάτο (Ipsillat) - κουβαλούσε το τσιμέντο στις οικοδομές. Ήταν ο Hussein από το Τζιάος (Chatoz - Serdarli) - συνολικά υπήρχαν 6-7 Τουρκοκύπριοι εργάτες με τους οποίους δούλευα - μερικοί από αυτούς ήταν πολύ νέοι..."
Στις 15 Ιουλίου 1974, τη μέρα του πραξικοπήματος, ήταν μαζί με μερικούς Τουρκοκύπριους εργάτες στη Λευκωσία. Έκρυψε για μερικές μέρες μερικούς από αυτούς στο σπίτι ενός φίλου στην Αθαλάσσα ώστε να μην τους κάνει κακό η ΕΟΚΑ Β. Αργότερα τους βοήθησε να πάνε στην τουρκική πλευρά... Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Ahmet από το Τζιάος και η Mukaddes από τον Ψυλλάτο. Αργότερα ο Χρίστος πήγε πίσω στο χωριό του:
"Τίποτε δεν έγινε στις 20 Ιουλίου 1974. Αλλά πριν τις 14 Αυγούστου, ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και μαζί με τη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μου φύγαμε από το χωριό. Τότε είχαμε δύο παιδιά. Μαζί μας ήταν επίσης και ο πεθερός μου με την καινούργια γυναίκα του και η μητέρα μου Φωτεινή. Πήγαμε στην Ξυλοτύμπου και μείναμε εκεί για τρεις μέρες". Αργότερα, όταν έγινε η κατάπαυση πυρός, άκουσαν στο ραδιόφωνο ότι "ήταν ασφαλές να πάνε πίσω στο χωριό τους", οπότε ο Χρίστος αποφάσισε να πάει πίσω στο Λευκόνοικο για να πάρει μερικά στρώματα από το σπίτι του για να κοιμούνται πάνω τα παιδιά του στο πάτωμα στην Ξυλοτύμπου. Πήγε στο Λευκόνοικο μαζί με μια ομάδα 6-7 Ελληνοκυπρίων - όλοι, εκτός ο Χρίστος, συνελήφθηκαν και αργότερα ελευθερώθηκαν. Καθ' οδόν για το Τζιάος βρήκαν έναν Ελληνοκύπριο στρατιώτη από το Αρναδί (Kuzucuk) πάνω σε ένα ποδήλατο και τον συνέλαβαν επίσης. Καθώς πήγαιναν στο Τζιάος, οι στρατιώτες που τους συνέλαβαν μιλούσαν μεταξύ τους στα τούρκικα. Ένας από αυτούς είπε:
"Βλέπεις αυτούς τους δύο γκιαούρηδες; Θα τους σκοτώσουμε και τους δύο!"
Αφού ο Χρίστος ήξερε μερικά τούρκικα, κατάλαβε τι είχαν πει! Ένας Τουρκοκύπριος στρατιώτης του είπε:
"Ξέρεις τούρκικα;"
"Ναι, λίγα" είπε. Έτσι σταμάτησαν να μιλούν μεταξύ τους. Όμως ο Χρίστος είχε ακούσει ό,τι χρειαζόταν να ξέρει...
"Πού ήσουν;" τον ρώτησε ένας από αυτούς.
Ο Χρίστος είπε "Δεν είμαι στρατιώτης, είμαι οικοδόμος. Εργαζόμουν στη Λευκωσία με Τουρκοκύπριους..." και άρχισε να λέει τα ονόματα των Τουρκοκυπρίων που δούλευαν μαζί του...
Πριν να μπουν στο Τζιάος, σταμάτησαν το μικρό φορτηγό κοντά σε μια γέφυρα και τους κατέβασαν. Επρόκειτο να τους σκοτώσουν! Όμως ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών και έτσι τους έβαλαν πίσω στο φορτηγό. Μόλις μπήκαν στο Τζιάος, ο Χρίστος σοκαρίστηκε! Το πρώτο άτομο που είδε ήταν ο Ahmet, ο 17χρονος εργάτης που προστάτευσε στο πραξικόπημα και τον έκρυψε σε ένα σπίτι στην Αθαλάσσα!
"Μάστρο!" είπε ο Ahmet... "Μάστρο! Μην φοβάσαι! Τίποτε δεν θα σου συμβεί! Δεν είσαι στρατιώτης! Είσαι οικοδόμος!"
Οι άλλοι που τον συνέλαβαν πρέπει να συνειδητοποίησαν ότι η ιστορία που τους είπε ο Χρίστος ήταν αληθινή. Ότι, δηλαδή, ο Χρίστος δεν ήταν στρατιώτης αλλά ήταν οικοδόμος και ότι ήξερε πράγματι τους Τουρκοκύπριους για τους οποίους είπε ότι δούλευαν μαζί. Ο Ahmet ήταν ζωντανή μαρτυρία! Η συνάντηση με τον Ahmet στην είσοδο του Τζιάος άλλαξε τη μοίρα του: είχε σώσει τον Ahmet και τώρα ο Ahmet του έσωζε τη ζωή!
Τους πήραν στον Μαραθόβουνο (Ulukishla) και εκτέλεσαν τον Ελληνοκύπριο στρατιώτη. Υπήρχε αίμα στη στολή τού στρατιώτη και έτσι ένας Τουρκοκύπριος εξήγησε στον Χρίστο ότι "πρέπει να έχει σκοτώσει μερικούς Τουρκοκύπριους - γι' αυτό υπήρχε αίμα πάνω του...". Αυτή ήταν η πρόφαση για την εντολή της εκτέλεσής του...
Ο Χρίστος στεκόταν εκεί, και παρακολουθούσε τα πάντα.
Μετά πήραν τον Χρίστο και του έδεσαν τα μάτια.
"Το κάνουμε αυτό για το δικό σου καλό και για το δικό μας" του είπαν.
Ο Χρίστος διψούσε πολύ. Ζήτησε νερό. Κάποιος του έδωσε ένα παγούρι νερό και ήπιε. Ο στρατιώτης που στεκόταν δίπλα του μετά τον κτύπησε στο κεφάλι με το παγούρι! Όμως δεν μπορούσαν να τον βλάψουν. Μετά την εκτέλεση του Ελληνοκύπριου στρατιώτη που ήταν μέλος των "Ειδικών Δυνάμεων", τον πήραν στην Αμμόχωστο... Αργότερα τον πήραν στη Λευκωσία όπου στη φυλακή στο Sarayonu, τον βοήθησε ένας Τουρκοκύπριος αστυνομικός... Αργότερα τον έστειλαν στις φυλακές στα Άδανα και την Αμάσεια και μετά από τρεις μήνες εκεί, ανταλλάχθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου. Δύο μέρες πριν δημοσιεύσω την ιστορία του Χρίστου, μου τηλεφώνησε ένας Ahmet από το Τζιάος... Άρχισε να μου λεει την ιστορία για το πώς τον έσωσε ο μάστρος του! Και πώς είδε τον μάστρο του στο Τζιάος!
"Ένα λεπτό!" του είπα... "Σε δύο μέρες θα δημοσιεύσω μια ιστορία - δες τη φωτογραφία και διάβασε την ιστορία... Ίσως είναι ο μάστρος σου!"
Και ήταν... Έτσι μου τηλεφώνησε ξανά και είπε: "Θυμάται λάθος το όνομά μου! Νομίζει ότι είμαι ο Hussein αλλά το όνομά μου είναι Ahmet!"
Του έδωσα το τηλέφωνο του Χρίστου Κυπριανού και του περιέγραψα πού ζει στη Λάρνακα. Πήγε αμέσως με την οικογένειά του για να συναντήσει τον μάστρο του! Αγκάλιασαν ο ένας τον άλλο και έκλαψαν... Αυτή ήταν η αρχή μιας ανανεωμένης φιλίας...
Την επόμενη βδομάδα ο Ahmet θα έκανε μια επέμβαση σε ένα νοσοκομείο στη Λάρνακα. Ο Χρίστος Κυπριανού και η γυναίκα του Μαρίτσα τον επισκέπτονταν κάθε μέρα στο νοσοκομείο!
Τηλεφώνησα στον Ανδρέα Καννάουρο, τον πρόεδρο της Ένωσης Συντακτών Κύπρου, για να εισηγηθώ μια δραστηριότητα στην ετήσια συνάθροιση των δημοσιογράφων στο Δημοσιογραφικό Χωριό στα Περβόλια στις 28 Σεπτεμβρίου 2008. "Κύριε Καννάουρε, γιατί δεν προσκαλούμε τον Ahmet και τον Χρίστο και τις οικογένειές τους να έλθουν στη συνάθροιση; Έσωσαν τη ζωή ο ένας του άλλου και ξαναβρέθηκαν μαζί μέσω των ΜΜΕ, λόγω του άρθρου που έγραψα... Θα ήταν καλό να τιμούμε τις ιστορίες πραγματικής φιλίας αυτού του νησιού..."
Φυσικά ο κύριος Καννάουρος αποδέχτηκε την εισήγησή μου και, στο τέλος του μήνα, θα συναντηθούμε στο Δημοσιογραφικό Χωριό και αυτή η ιστορία πραγματικής φιλίας θα γίνει σε όλους γνωστή...

Sevgul Uludag
(Πηγή Εφημερίδα Πολίτης)

13 Σεπ 2008

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Η Ιφιγένεια γεννήθηκε.
Οι γονείς της και οι συγγενείς της την χαρακτήρισαν όμορφο μωρό. Οι γονείς πάντα χαρακτηρίζουν τα μωρά τους όμορφα. Στην εκκλησία ο ιερέας την βουτάει σένα απελπιστικά κρύο νερό, εξορκίζοντας κάποιο προπατορικό αμάρτημα, που υπάρχει μόνο στη διεστραμμένη φαντασία του ιερέα και των γονιών της. Η Ιφιγένεια βάζει τα κλάματα. Η φυσική αντίδραση του οργανισμού στο κρύο εκλαμβάνεται ως θείο σημάδι και η Ιφιγένεια τσιρίζει διότι το κακό την εγκαταλείπει.
Τα χρόνια περνάνε στο σπίτι. Οι γονείς της της προσφέρουν προστασία. Τα κλάματα, το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ τους κρατούν σε εγρήγορση. Η εξωτερίκευση του ψυχισμού του μωρού, αντιμετωπίζεται με τροφή και νερό. Κλαίει άρα πεινάει. Κλαίει άρα διψάει. Τίποτα περισσότερο. Η αρχή έγινε.
Η Ιφιγένεια έκλεισε τα έξι.
Εγκαταλείποντας την καθημερινότητα του σπιτιού της, βρίσκει τον εαυτό της περιτριγυρισμένο από άλλα παιδιά της ηλικίας της και μεγαλύτερα, συγκεντρωμένα όλα σένα τεράστιο χώρο που ονομάζεται σχολείο. Οι πρώτες μέρες πέρασαν με παιχνίδι. Γνώρισε πολλά παιδιά, με κάποια έγινε φίλη. Οι δάσκαλοι της τις πρώτες μέρες έδειχναν ανοχή. Όταν όμως πέρασαν ακόμα λίγες μέρες τα πράγματα άλλαξαν. Καθισμένη πάνω σε μία μικρή καρέκλα, πίσω από ένα μικρό θρανίο, μέσα σε μία τετράγωνη αίθουσα άκουγε από τα στόματα των δασκάλων της : «Όχι», «μην αντιμιλάς», «κάθισε φρόνιμα», «μην μιλάς», «μην ΠΑΙΖΕΙΣ». Είχε ξανακούσει αυτά τα λόγια στο σπίτι, αλλά αυτή τη φορά της φάνταζαν πιο σκληρά. Σαν να την εκδικούνταν για κάτι που ενώ ένοιωθε χαρά όταν το έκανε της το απαγόρευαν.
Την ίδια περίοδο άρχισαν και οι εβδομαδιαίες επισκέψεις στην εκκλησία. Έπρεπε να παρουσιάζεται κάθε Κυριακή σένα μεγάλο κτίριο μένα σχήμα από πάνω, και να περιμένει με τις ώρες να πιει ένα υγρό από ένα κύπελλο που τις έφερνε αηδία, και να φιλάει
κάτι ζωγραφιές με πρόσωπα που της ήταν άγνωστα. Κάποια απογεύματα μαζεύονταν αυτή και άλλα κορίτσια στο ίδιο κτίριο με το σχήμα από πάνω και άκουγαν κάποια να τους λέει με πάθος ότι το τάδε «είναι κακό», το τάδε «είναι αμαρτία», «να ακούτε τους γονείς σας», «μην παίζεται με αγόρια». Η τελευταία πρόταση πάντα της έφερνε κλάματα. Γιατί της άρεσε να βρίσκεται κοντά σε αγόρια. Να παίζει μαζί τους.
Η Ιφιγένεια έκλεισε τα δέκα.
Η στριγκλιά και η σφαλιάρα ήρθαν από το πουθενά. «Αλητάκια. Ο θεός να σας κάψει.
Γρήγορα στο διευθυντή». Η Ιφιγένεια κατακόκκινη από ντροπή και θυμό έβαλε τα κλάματα. Το λάθος της ήταν να κρυφτεί μένα συμμαθητή της πίσω από κάτι δέντρα στη αυλή του σχολείου, να κατεβάσουν τα βρακιά τους και να εξετάζει ο ένας τα γεννητικά όργανα του άλλου και να γελάνε. Η δασκάλα που τους είδε καθότι σεξουαλικά και πνευματικά ανεπαρκής και επιφορτισμένη να τηρά την τάξη και ασφάλεια στο σχολείο και να διαπαιδαγωγά τα παιδιά με μίαν σιδηράν ηθική έστειλε τα παιδιά στο διάολο.
Το συμβάν είχε μεγάλη επίδραση στην Ιφιγένεια. Ένοιωσε ξαφνικά ντροπή και φόβο για το σώμα της. Οι επισκέψεις στην εκκλησία πολλαπλασιάστηκαν. Ο ιερέας και οι γονείς της βάλθηκαν να της διδάξουν το καλό και το σωστό. Οι σχέσεις με αγόρια της ηλικίας της απαγορεύτηκαν. Οι φίλες της λιγόστεψαν. Η περιέργεια της για το σώμα της και τα σώματα των φίλων της και η ανάγκη της για παιχνίδι αντικαταστάθηκαν από τις έννοιες αμαρτία και φρονιμάδα.
Η Ιφιγένεια έκλεισε τα δεκατρία.
Η κόκκινη κηλίδα στο σεντόνι την τρομοκράτησε. Ανίκανη να καταλάβει το σώμα της, κρύφτηκε στη σιωπή της. Η μητέρα της ανήμπορη να την βοηθήσει καθότι η ηθική απαγορεύει τη συζήτηση για γενετήσια θέματα και θέματα της ανθρώπινης φυσιολογίας αρκέστηκε στο απλοϊκό «το πέρασα και εγώ όταν ήμουν μικρή». Στο σχολείο δεν μίλαγε πλέον. Οι δάσκαλοι την χαρακτήριζαν ήσυχο παιδί και φρόνιμο. Η Ιφιγένεια όμως μέσα της έκαιγε. Είχε την έντονη επιθυμία να μιλήσει, να βγει από τη τάξη και να τρέξει στο δρόμο, να έρθει σε επαφή με τους συμμαθητές της, να παίξει μαζί τους. Της ερχόταν στην μνήμη η σφαλιάρα της δασκάλας, ο ιερέας της εκκλησίας, η παθιασμένη θεούσα στο κατηχητικό, οι γονείς της, οι φοβέρες των δασκάλων της και η επιθυμία γινόταν τρόμος, φόβος, καταπίεση. Διάβαζε μεν ακολουθώντας τις προσταγές των γονιών της και των δασκάλων της αλλά η σκέψη της ήταν μακριά από το σχολείο και το σπίτι. Η μελαγχολία του σχολείου, μετατρεπόταν σε θλίψη στο σπίτι και σε απέραντη μοναξιά στην εκκλησία. Κάποιες νύχτες στο κρεβάτι έβρισκε τον εαυτό της να προσπαθεί απελπισμένα να ανακαλύψει το σώμα της και τον εαυτό της. Το χέρι της όμως δεν έφτανε ποτέ στο προορισμό του. Θυμόταν την νύχτα όπου ο πατέρας της ακούγοντας τις φωνές της μητέρας της, άφησε σημάδια στα τρυφερά και ροδοκόκκινα μάγουλα της. Ο λόγος. Πιάστηκε στο κρεβάτι με το δεξί χέρι ανάμεσα στα πόδια.
Η Ιφιγένεια έκλεισε τα δεκαεφτά.
Γνώρισε κάποιον στο σχολείο. Στο πρόσωπό του συμμαθητή της βρήκε διέξοδο. Σε περιπτώσεις όπως η Ιφιγένεια που αποτελούν την πλειοψηφία στην κοινωνία μας, η εσωτερική καταπίεση της από τις αλλεπάλληλες απαγορεύσεις των φυσικών της αναγκών και ο εξευτελισμός της προσωπικής της αξιοπρέπειας από αυτούς που βάλθηκαν να την διαπαιδαγωγήσουν οδηγούν σε έλξεις που επιφανειακά φαίνονται σαν νεανικός έρωτας αλλά στη πραγματικότητα αποτελεί αρρωστημένη εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του εφήβου.
Οι μήνες πέρασαν. Το παρκάκι δίπλα στο σχολείο έγινε το καταφύγιό τους. Λίγα φιλιά, λίγα χάδια και σπίτι. Η Ιφιγένεια ένοιωθε για πρώτη φορά μετά από χρόνια χαρά, ευτυχία. Οι γονείς της δεν άργησαν να το μάθουν. Το παρκάκι βρισκόταν δίπλα στο σχολείο και οι δάσκαλοι εκτός από την εκπαιδευτική τους αποστολή είναι επιφορτισμένοι με την υψίστης σημασίας για την κοινωνία ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων και τυχόν παραστρατήματα πρέπει να διορθώνονται. Οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή. «Ποιος είναι ο νεαρός;», «ποια είναι η οικογένεια του;», «είναι καλό παιδί;», «κάνατε τίποτα κακό;». Της απαγόρευσαν να τον βλέπει. Διορίστηκε από το σχολείο κάποιος δάσκαλος ο οποίος θα διασφάλιζε το θέλημα των γονιών της. Η Ιφιγένεια κλείστηκε ξανά στον εαυτό της και τη σιωπή της. Η σχολική χρονιά τελείωσε. Οι γονείς της αποφάσισαν να την στείλουν σε κάποιο κολλέγιο να γίνει δασκάλα. Η Ιφιγένεια τα είχε χαμένα. Η ζωή της μια απέραντη θλίψη. Ούτε χαρά, ούτε όνειρα, τίποτα.
Η είδηση έπεσε σαν βόμβα. Την Κυριακή θα έρχονταν σπίτι τους κάποιοι οικογενειακοί τους φίλοι και θα έφερναν μαζί τους τον γιό τους για να τον γνωρίσουν στην Ιφιγένεια. Η απόφαση είχε ληφθεί. Η Ιφιγένεια θα αρραβωνιαζόταν με κάποιο που δεν γνώρισε, με κάποιο που δεν αγάπησε. Οι γονείς της θέλοντας να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους από τυχόν παραστρατήματα της Ιφιγένειας αποφάσισαν να την παντρέψουν.
Η Κυριακή έφτασε. Το κτύπημα του κουδουνιού βρήκε την Ιφιγένεια στη κουζίνα. Άφησε το ποτήρι που κρατούσε πάνω στο τραπέζι και προχώρησε στην πόρτα. Άνοιξε. Μπροστά της ένας νεαρός κρατώντας ανθοδέσμη, καλυμμένος μένα μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα και πίσω του οι γονείς του. Το όλο σκηνικό της έφερε αηδία. «Περάστε» και ο νεαρός της έδωσε την ανθοδέσμη αυξάνοντας την αηδία της Ιφιγένειας. Τους οδήγησε στο σαλόνι όπου οι γονείς της ήδη βρίσκονταν εκεί καθισμένοι σένα τραπέζι έτοιμο να κοπεί στη μέση από το βάρος των φαγητών και των ποτών που βρίσκονταν τοποθετημένα πάνω του.
Η Ιφιγένεια κατευθύνθηκε τότε προς το δωμάτιο της. Έβγαλε το φουστάνι που της επέλεξε η μητέρα της για την περίσταση της ημέρας και έμεινε γυμνή. Πήρε κάποια βιβλία του σχολείου τα έσκισε και τα πέταξε στο πάτωμα. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου της και έβγαλε τον χαρτοκόπτη. Έφτιαξε τα μαλλιά της, έριξε μια τελευταία ματιά στο σώμα της στο καθρέφτη και με μία κίνηση πέρασε τον χαρτοκόπτη πάνω από τον καρπό του αριστερού της χεριού. Κάνοντας το ίδιο και με το δεξί της καρπό ξάπλωσε στο πάτωμα. Κοίταξε για λίγο το αίμα να κυλάει από τα χέρια της και να καταλήγει στο πάτωμα. Μετά από λίγο έκλεισε τα μάτια.
Η Ιφιγένεια αυτοκτόνησε.

9 Σεπ 2008

ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ

Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα κρασιά κυλούσαν.
Μιά νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη διακαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ώ Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω απο το λογικό μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη.
Μ'ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ'όλες τις χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας, τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πρίν τα τινάξω για καλά, λέω ν'αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου μήπως βρώ ξανά την όρεξή μου.
Το κλειδί αυτό είναι η συμπόνια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
"Θα μείνεις ύαινα..."κ.τ.λ. ολολύζει ο διάβολος:
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
"Φτάσε στο θάνατο μ'όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου, τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα!" Άχ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σας, τους εραστές της απουσίας του περιγραφικού ή διδακτικού ύφους σ'ένα συγγραφέα, για σας αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες απο το σημειωματάριο ενός κολασμένου.

Arthur Rimbaud

29 Αυγ 2008

Ο ΑΛΗΤΗΣ

Σκυφτός πάνω απο ένα κάδο σκουπιδιών,ψάχνει ανάμεσα στις σακούλες ένα μουχλιασμένο ψωμί, μια φλούδα απο σαπισμένο φρούτο, ίσως και ένα μισοφαγωμένο σάντουϊτς.
Τα χέρια του ζαρωμένα απο το χρόνο και τη πείνα βυθίζονται ανάμεσα στα σκουπίδια.
Πάνε τώρα τρείς μέρες απο την τελευταία φορά που έβαλε κάτι στο στόμα του.
Ψάχνει.
Τίποτα.
Κοιτάει γύρω του απελπισμένα.
Το πρόσωπό του χλωμό και ανέκφραστο.
Μαζί με τη νύχτα σίμωσε και το κρύο.
Τρεκλίζοντας φθάνει σε κάτι ξύλινα κιβώτια πεταμένα δίπλα απο τους κάδους σκουπιδιών.
Ξαπλώνει μέσα στο μεγαλύτερο.
Κάτι σκισμένες εφημερίδες του σκεπάζουν το σώμα.
Μια μαύρη γάτα πετάχτηκε μέσα απο τα σκουπίδια και ξάπλωσε ανάμεσα στα πόδια του, γουργουρίζοντας ψάχνοντας για λίγη συντροφιά.
"Δεν έχω τίποτα για σένα απόψε μικρή μου" και ένοιωσε τα μάτια του να υγραίνονται.
Ξαπλωμένος έμεινε να κοιτάζει το κόκκινο φωτάκι να τρεμοπαίζει πάνω απο την απέναντι πόρτα μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Την επόμενη μέρα το πρωί τον βρήκε η Ελένη, η ένοικος της απέναντι πόρτας, παγωμένο μέσα στο ξύλινο κιβώτιο.

22 Αυγ 2008

ΙΔΑΝΙΚΟΙ ΑΥΤΟΧΕΙΡΕΣ

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους,λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς,η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.

Στέκουνται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν.Το σημείωμα νά το,
σύντομο, απλό, βαθύ καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν τον καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
"όλα τελείωσαν" ψυθιρίζουν "τώρα",
πως θ'αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.


Κ.Γ.ΚΑΡΥΩΤΑΚΗΣ

10 Αυγ 2008

Η ιστορία του 10χρονου αγοριού από την Επηχώ...

Ήταν περίπου 10-11 χρονών και έπαιζε στην πλατεία του χωριού ή στα χωράφια - ίσως να βοηθούσε τον πατέρα του να φροντίσει τα ζώα τους στη μάντρα ή να μάθαινε πώς να πολλαπλασιάσει 10Χ20... Ήταν ένα ευτυχισμένο παιδί, ξανθό με γαλάζια μάτια, ένα τυπικό Κυπριόπουλο που ζούσε στο χωριό... Ο μικρός Τουρκοκύπριος από την Επηχώ (Abohor - Cihangir) δεν ήξερε ότι όλη του η ζωή θα άλλαζε και θα έφευγε από την Κύπρο και δεν θα ήθελε να επιστρέψει ποτέ για να ζήσει εδώ... Διότι είχε μια "εμπειρία από πρώτο χέρι" από τον "πόλεμο" και αυτό του σημάδεψε τη ζωή...

Μου τηλεφωνεί το περασμένο Σάββατο:
"Σε παρακαλώ, ήρθα για μόνο δύο μέρες και πρέπει να σε δω... Θέλω να σου μιλήσω για το Παλαίκυθρο... Ζω στο εξωτερικό και είμαι τώρα 45 χρονών... Τότε ήμουν μόνο 10 χρονών..."
Έτσι συναντιόμαστε στην εφημερίδα... Και μου λέει την ιστορία του:
"Ήμουν μόνο 10 χρονών... Είχαμε φύγει από την Επηχώ και τον Ιούλιο του 1974 πήγαμε για να μείνουμε στα Κνώδαρα (Konedra - Khonadara). Εκείνη την περίοδο, κάποιοι Ελληνοκύπριοι λεηλάτησαν τα σπίτια μας στην Επηχώ. Έσπασαν κάποια έπιπλα και έκλεψαν κάποια πράγματα... Δεν ξέρω ποιοι ήταν αυτοί οι Ελληνοκύπριοι που ήρθαν να λεηλατήσουν αφότου φύγαμε από το χωριό... Έτσι κάποιοι από τους συγχωριανούς μας είχαν πάει να βρουν έπιπλα από ελληνοκυπριακά σπίτια στα γύρω χωριά. Μερικοί είχαν πάει στο Παλαίκυθρο... Ο πατέρας μου είχε πάει να φέρει σανό από την Τύμπου για τα ζώα ...


Αργότερα είχαμε ακούσει ότι εκείνη τη μέρα συνελήφθη ο πατέρας μου. Όσοι από το χωριό μας είχαν πάει να πάρουν κάτι από ελληνοκυπριακά σπίτια είχαν συλληφθεί. Είχαν πάει στο Παλαίκυθρο ή εκεί γύρω και όταν διαπιστώθηκε ότι δεν ήταν αυτοί που έκαναν τη σφαγή στο Παλαίκυθρο, τους άφησαν ελεύθερους όλους, εκτός από 4 Τουρκοκύπριους. Τρεις από αυτούς ήταν από το χωριό μας και ένας από ένα άλλο χωριό... Τους αναγνώρισε το 12-13χρονο αγόρι που επέζησε από τη σφαγής στο Παλαίκυθρο... Τους συνέλαβαν και τους πήραν στη Μια Μηλιά για να τους δικάσουν αλλά αργότερα ακούσαμε ότι κάποια σημαίνοντα άτομα από το χωριό μας είπαν στους Τούρκους στρατιώτες που τους συνέλαβαν ότι "Και οι οικογένειές τους έχουν υποφέρει" - έτσι τους ελευθέρωσαν. Ο πατέρας μου που δεν είχε καμία σχέση με τη σφαγή είχε έρθει στο σπίτι αλλά δεν μιλούσε... Μέχρι σήμερα δεν μιλά. Όταν τον ρωτώ κάτι για τη μέρα εκείνη, αρχίζει να κλαίει και φεύγει μακριά.


Ως δεκάχρονο παιδί άρχισα να ακούω τους μεγάλους γύρω μου να μιλούν για το θέμα αυτό... Άκουα αυτό ή εκείνο στο σπίτι ή στο καφενείο. Μου πήρε χρόνια να μάθω τι πραγματικά συνέβη και καθώς μάθαινα λεπτομέρειες άρχισα να τρομάζω.


Οι μεγάλοι του χωριού μάς έστελναν να μαζέψουμε πράγματα - ή πηγαίναμε από μόνοι μας, σαν παιδιά, για να κοιτάξουμε στα άδεια σπίτια αφού είχαν φύγει οι Ελληνοκύπριοι... Μια φορά, θυμούμαι, είχα πάει σε ένα σπίτι στο Έξω Μετόχι (Duzova). Μια γριά γυναίκα καθόταν ακίνητη σε μια καρέκλα... Όταν την πλησίασα και πήγα να την αγγίξω έπεσε από την καρέκλα... Πρέπει να ήταν πεθαμένη... Δεν υπήρχε αίμα ή οτιδήποτε - η καρδιά της πρέπει να σταμάτησε και έμεινε έτσι στην καρέκλα... Όταν άνοιξα ένα ερμάρι σε εκείνο το σπίτι, υπήρχε ένας Ελληνοκύπριος στρατιώτης που κρυβόταν με το όπλο του... Είχε βάλει το όπλο στον κρόταφό μου και δεν κινήθηκα - ούτε και αυτός - για περίπου 20 λεπτά... Μείναμε παγωμένοι στο σπίτι εκείνο στο Έξω Μετόχι, αλλά δεν με σκότωσε. Με άφησε να φύγω...


Μια μέρα, θυμούμαι να φέρνουν έναν Ελληνοκύπριο στρατιώτη στην Επηχώ. Είχε τα χέρια του ψηλά. Είχε έρθει κοντά στο χωριό και ζήτησε νερό και μερικές γυναίκες από το χωριό του έδωσαν νερό για να πιει, οπότε τον ανακάλυψε ένας Τουρκοκύπριος στρατιώτης. Έτσι τον έφεραν στο κέντρο του χωριού, όπου είχαν φέρει μερικά έπιπλα από το Έξω Μετόχι. Σαν παιδιά που ήμασταν, παίζαμε εκεί... Στήθηκε ένα πρόχειρο δικαστήριο στο κέντρο του χωριού για να τον δικάσει. Του είχαν πει ότι "είχε πάρει όπλα για να πολεμήσει ενάντια σε Τούρκους και πυροβόλησε κατά Τούρκων και άρα είναι ένοχος". Και εκεί, μπροστά στα μάτια μας, τον εκτέλεσαν. Τον θυμούμαι να είναι ξαπλωμένος στο χώμα και ένας Τουρκοκύπριος να τον πυροβολεί. Αργότερα έσυραν το σώμα του από τα πόδια και του έβγαλαν τις μπότες και τις έριξαν προς εμάς:
"Παιδιά! Πάρτε τις μπότες! Πάρτε τες!"


Τώρα που είμαι 45 χρονών, συνειδητοποιώ ότι όλα αυτά στην περιοχή μας προκλήθηκαν από τον Τουρκοκύπριο διοικητή της περιοχής. Τον θυμούμαι να έρχεται με ένα τζιπ και να φωνάζει: "Αν κάποιος φέρει αιχμαλώτους, θα είμαι ο πρώτος που θα σκοτώσω αυτό το άτομο που έφερε αιχμαλώτους! Δεν θέλουμε αιχμαλώτους, καταλαβαίνετε;".


Έτσι είχε δώσει τη διαταγή να μην παίρνουν κανένα στρατιώτη ζωντανό... Ο άντρας αυτός ήταν από ένα γειτονικό χωριό - δεν είναι πλέον ζωντανός...


Θυμούμαι επίσης τη σφαγή στην περιοχή "Beyaz Kirach" κοντά στο χωριό. Εδώ είχαν πυροβολήσει κάποιους Ελληνοκύπριους στρατιώτες... Αργότερα τους είχαν θάψει εκεί σε κάτι σπηλιές. Ήταν αρχαίες σπηλιές, αλλά μετά από κάποιο καιρό, είχαν πάρει το χώμα από τις σπηλιές αυτές για να κτίσουν ένα εργοστάσιο... Όντας παιδιά είχαμε ακούσει ότι υπήρχαν οστά στο βάθος της οικοδομής και θυμούμαι να πηγαίνω εκεί με τους φίλους μου με τα ποδήλατά μας για να ψάξουμε για τα οστά...


Στο στρατόπεδο όπου κρατούνταν οι αιχμάλωτοι στη Βώνη υπήρχε ένας Τουρκοκύπριος τον οποίο λάτρευαν οι Ελληνοκύπριοι. Τον θυμούμαι καλά. Ήταν ο Alpay Topuz, ο άνθρωπος που σταμάτησε τους βιασμούς στο στρατόπεδο. Ο Alpay Topuz έφερνε γάλα για τα βρέφη και πήγαινε και έψαχνε στα σπίτια για να βρει παιγνίδια και να τα φέρει στα παιδιά των Ελληνοκυπρίων στο στρατόπεδο για να παίξουν... Δεκάχρονος εγώ, πήγαινα και προσπαθούσα να πάρω τα παιγνίδια αυτά από τα χέρια των Ελληνοκύπριων παιδιών... Τώρα κλαίω όταν σκέφτομαι τι είχα κάνει! Γιατί προσπαθούσα να τους πάρω τα παιγνίδια αυτά; Γιατί; Όμως ήμουν μόνο ένα παιδί... Μόνο τώρα συνειδητοποιώ ότι δεν έπρεπε να έπαιρνα τα παιγνίδια αυτά από τα παιδιά στο στρατόπεδο με τους αιχμαλώτους στη Βώνη..."


Κλαίει καθώς μιλά, τα γαλάζια του μάτια σταδιακά φουσκώνουν και κοκκινίζουν... Η καρδιά του είναι τόσο βαριά με τη θλίψη αυτών που συνέβηκαν το 1974, που ακόμα και να κλαίει για μέρες, αυτή η θλίψη δεν θα φύγει...
"Έχω ακόμα εφιάλτες" λέει, τρέμοντας από τη φρίκη αυτών των εμπειριών ... "Μόνο όταν υπάρξει ένα δικαστήριο για τα εγκλήματα πολέμου που διέπραξαν οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι και μόνο όταν τους δικάσουν, μόνο τότε θα επιστρέψω στην Κύπρο. Διότι τώρα, νομίζω, η ανθρώπινη ζωή δεν έχει καθόλου αξία σε αυτό το νησί..."

Sevgul Uludag

(Πηγή Εφημερίδα Πολίτης 10/08/2008)

2 Αυγ 2008

ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ

Οι νύχτες δεν γίνηκαν για το πλήθος.
Από τον γείτονα σου η νύχτα σε χωρίζει,
να τον ζητάς όμως δεν πρέπει.
Κι αν η νύχτα φως στην κάμαρά σου ανάψεις,
ανθρώπους καταπρόσωπο για να κοιτάξεις,
έτσι και ποιόν θα δείς, στοχάσου.

Παραμορφώθηκαν οι άνθρωποι τρομερά
από το φως που στάζει απ'τα πρόσωπά τους,
κι αν νύχτα όλοι τους μαζί βρεθούνε,
έναν κόσμο κλονισμένο αντικρύζεις
σ'άτακτο πυκνό μπουλούκι.
Στα μέτωπα τους χλωμή λάμψη
έχει εκτοπίσει κάθε σκέψη,
στα βλέμματά τους το κρασί αχνοτρέμει,
και στα χέρια τους κρέμεται η βαρεία
χειρονομία, που τους επιτρέπει
στις συνομιλίες να καταλαβαίνονται.
Και λέν ολοένα : εγώ κι εγώ,
κι εννοούν τον καθένα

Ρ.Μ.Ρίλκε

31 Ιουλ 2008

ΠΕΥΚΑ ΚΑΙ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙΑ ΣΤΟ ΒΩΜΟ ΤΗΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΗΣ

Περισσότερα απο 100 πεύκα και κυπαρίσσια που βρίσκονταν κατά μήκος του αυτοκινητόδρομου Λευκωσίας - Λεμεσού καταστράφηκαν γιατί εμπόδιζαν διαφημιστικές πινακίδες της εταιρίας Super AD. Κατόπιν καταγγελίας του τμήματος Δασών ότι κάποια δέντρα βρέθηκαν τρυπημένα με ηλεκτρικό τριπανάκι σε διάφορα σημεία των κορμών τους η αστυνομία μετά απο έρευνα συνέλαβε δυο άτομα που απασχολούνται στην εν λόγο εταιρεία με την καταγγελία ότι σκόπιμα τρυπούσαν τα δέντρα με τριπανάκι και στη συνέχεια διοχέτευαν ζιζανιοχτόνο μέσα στο κορμό. Η εν λόγο εταιρεία υπέβαλε πρόσφατα αίτημα στο Τμήμα Δασών για να αποκοπούν κάποια δέντρα τα οποία εμπόδιζαν την ορατότητα προς τις διαφημιστικές πινακίδες. Μετά απο έρευνα που έγινε και στις αποθήκες τις εταιρείας βρέθηκαν αρκετές συσκευασίες ζιζανιοχτόνου. Οι δυο συλληφθέντες θα προσαχθούν ενώπιον της δικαιοσύνης.
Το πρόβλημα με τις πινακίδες στους Κυπριακούς δρόμους απασχολεί εδω και χρόνια την κοινή γνώμη. Θεωρούνται επικίνδυνες καθώς αποσπούν την προσοχή των οδηγών απο το δρόμο και αποτελούν οπτική ρύπανση καθότι ξεπροβάλλουν ανάμεσα απο τα δέντρα καταστρέφοντας την αισθητική του χώρου. Το Μαύρο Αίμα θεωρεί την απομάκρυνση των διαφημιστικών πινακίδων απο τους δρόμους αναγκαία για ένα πιο υγιές και καθαρό περιβάλλον. Είναι προσβολή για μια κοινωνία που θέλει να έχει περιβαλλοντική συνείδηση να επιτρέπει να κόβονται ή να καταστρέφονται με οποιοδήποτε τρόπο δέντρα.

28 Ιουλ 2008

ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΤΑ ΒΙΒΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Η προώθηση της κουλτούρας της συμφιλίωσης μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων αποτελεί στόχο της κυπριακής κυβέρνησης για τη νέα σχολική χρονιά, δήλωσε ο υπουργός Παιδείας, μετά τη σημερινή συνεδρία του Συμβούλιου Παιδείας. Ανέφερε επίσης ότι τα βιβλία της Ιστορίας θα αλλάξουν σε διάστημα ενός χρόνου και σε αυτά θα προστεθούν τα γεγονότα των τελευταίων 50 χρόνων στην Κύπρο, ενώ μέχρι τότε οι μαθητές θα παρακολουθούν ειδικά σεμινάρια.

Η ανάπτυξη μέσα στο σχολείο ενός πνεύματος συμφιλίωσης με τους Τ/κ, ώστε η συμφιλίωση να συμβεί στις συνειδήσεις όλων των πολιτών, όλων των κοινοτήτων της Κύπρου, καθώς και η ανάπτυξη της καινοτομίας και τη δημιουργικότητας στην εκπαίδευση είναι οι δύο βασικοί στόχοι που έθεσε για την επόμενη σχολική χρονιά το Συμβούλιο Παιδείας το οποίο συνήλθε σήμερα υπό την προεδρία του Προέδρου της Δημοκρατίας Δημήτρη Χριστόφια.

Ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού Ανδρέας Δημητρίου ανέφερε ότι η επόμενη σχολική χρονιά έχει οριστεί ως έτος εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης, κάτι που σημαίνει, είπε, ότι "θα μπούμε σε μια φάση κατά την οποία θα επιταχυνθεί πολύ ο ρυθμός με τον οποίο θα εκσυγχρονίσουμε το εκπαιδευτικό σύστημα". Ο Υπουργός είπε ότι Επιτροπή που έχει ήδη οριστεί για τα αναλυτικά προγράμματα και τις διδακτικές μεθόδους, θα εργαστεί έτσι που στο τέλος του επόμενου σχολικού έτους να υπάρχει μια ολοκληρωμένη πρόταση για ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα ως προς τα αναλυτικά προγράμματα και τις μεθόδους διδασκαλίας.

Σε ερώτηση για το πώς θα επιτευχθεί ο στόχος της συμφιλίωσης των κοινοτήτων μέσα από το εκπαιδευτικό σύστημα, ο Υπουργός ανέφερε ότι θα υπάρξουν δραστηριότητες κατά τις οποίες οι μαθητές θα ενημερωθούν για το τι σημαίνει να ζουν σε μια Κύπρο χωρίς το Κυπριακό λυμένο, έναντι του να ζουν σε μια Κύπρο όπου το Κυπριακό θα έχει λυθεί. Ανέφερε επίσης ότι θα υπάρξει εκσυγχρονισμός των βιβλίων της ιστορίας και ότι για κάτι τέτοιο αναμένεται ολοκληρωμένη πρόταση από μια επιτροπή η οποία θα συνεργαστεί με την κεντρική επιτροπή για τα αναλυτικά προγράμματα Στόχος ανέφερε ο Υπουργός είναι να εκσυγχρονιστεί η διδασκαλία της ιστορίας στην εκπαίδευση. Σε ερώτηση τι θα πρέπει να αλλάξει σε σχέση με την ιστορία, ο Υπουργός Παιδείας επεσήμανε ότι η κυπριακή ιστορία των τελευταίων 50 χρόνων δεν υπάρχει στα βιβλία της ιστορίας της Κύπρου. Σημείωσε ότι θα προστεθούν πράγματα και ότι τα παιδιά θα πρέπει να μάθουν τη σύγχρονή ιστορία της Κύπρου. Σε ερώτηση αν τα παιδιά θα μάθουν ότι έγινε εισβολή, ο κ. Δημητρίου απάντησε καταφατικά και διερωτήθηκε γιατί να μην περιληφθεί κάτι τέτοιο. Ο υπουργός ρωτήθηκε τί θα μάθουν οι μαθητές από την ιστορία που θα βοηθήσει και που δεν μάθαιναν μέχρι τώρα και απάντησε ότι δεν μπορεί να προτρέξει της επιτροπής. Σημείωσε ότι ένα νέο βιβλίο ιστορίας θα είναι έτοιμο σε περισσότερο από ένα χρόνο και εξέφρασε την επιθυμία κάτι τέτοιο να έρθει μέσα από την επιτροπή ως πρόταση.
Για τη νέα σχολική χρονιά, ο κ. Δημητρίου είπε ότι θα γίνουν συνέδρια στα οποία θα λάβουν μέρος οι μαθητές και θα μιλήσουν ειδικοί οι οποίοι θα εκφράζουν τις διάφορες απόψεις. "Θέλουμε νεολαία ενημερωμένη και θέλουμε νεολαία η οποία να κατανοεί ότι στην Κύπρο ζουν κοινότητες διαφορετικές", συμπλήρωσε.

(Πηγή Εφημερίδα Πολίτης 28 Ιουλίου 2008)

25 Ιουλ 2008

ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΙΟΥΛΙΟΥ

Απόγευμα Ιουλίου. Η ζέστη αφόρητη. Φτιάχνω καφέ. Ανάβω τον υπολογιστή και βάζω το "Angie" των Stones. Στρίβω ενα τσιγάρο και μένω να κοιτάζω το καπνό να ανεβαίνει στο ταβάνι και να διαχέεται στο χώρο. Το μυαλό μου αναλογίζεται τα λόγια ενός φίλου που γνώρισα ψές σε κάποιο μπαράκι. "Φίλε, κανένας δεν μιλάει σήμερα" και η φωνή του είχε μια δόση θλίψης μαζί με απόγνωση. "Όλοι τρέχουν να προλάβουν μια ζωή που δεν θα γνωρίσουν ποτέ στην πραγματικότητα. Αποξενωμένοι απο τον ίδιο τον εαυτό τους κάνουν συνεχώς σχέδια για το αύριο για αυτούς και τα παιδιά τους, ξεχνώντας ουσιαστικά το σήμερα. Το μυαλό τους καρφωμένο συνεχώς στα λεφτά και το βόλεμα. Ανίκανοι να ζήσουν αληθινές καθημερινές στιγμές ζούνε δανεικές ζωές. Κανείς δεν έρχεται να σου μιλήσει καθώς κάθεσαι μόνος σε κάποιο μπαράκι, στο λεωφορείο καθώς πηγαίνεις στη δουλειά, σε κάποιο πάρκο καθισμένος στο γρασίδι ανάμεσα σε δέντρα, σε κάποια καφετέρια διαβάζοντας την εφημερίδα σου. Δεν μιλάνε, δεν γνωρίζονται, δεν φτιάχνονται φιλίες, δεν φτιάχνονται σχέσεις, ανθρώπινες σχέσεις. Δεν υπάρχουν περιθώρια φίλε", μου λέει, "πρέπει να ξαναβρούμε τον εαυτό μας, αν θέλουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε. Κανένας δεν μιλάει σήμερα". Κατέβασε ακόμα ένα ποτήρι με ουίσκι και με καληνύχτισε λέγοντας μου "θα τα ξαναπούμε".

18 Ιουλ 2008

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Όταν μπήκε στο δωμάτιο αυτή βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο γυμνή.
«Ξάπλωσε» και η φωνή της του φάνηκε απόμακρη, σκληρή, απελπισμένη. Έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του δωματίου καθώς ξεκούμπωνε το παντελόνι του. Ήταν ένας χώρος που του θύμιζε τους μήνες που έζησε στη Πράγα. Έμενε τότε εκεί, κατόπιν μιας πρόσκλησης ενός φίλου και είχε περάσει τις μέρες του κοντά τρεις μήνες σένα μικρό δωμάτιο που αποτελούσε μέρος ενός συγκροτήματος δωματίων κτισμένων σύμφωνα με τα πρότυπα του καθεστώτος τότε, που οι άνθρωποι θεωρούμενοι σαν αντικείμενα στοιβαχτήκαν ο ένας πάνω στον άλλο κάνοντας το όνειρο εφιάλτη.
Τα δωμάτια ήταν σχεδόν τα ίδια. Ένας τετράγωνος χώρος μένα κρεβάτι στη μέση ακουμπημένο στο τοίχο απέναντι απ’τη πόρτα και ένα τετράγωνο ξύλινο τραπεζάκι στα δεξιά του κρεβατιού. Μια μικρή καρέκλα από ξύλο ήταν ακουμπημένη στο τοίχο δίπλα από τη πόρτα περιμένοντας κάποιον να καθίσει που ποτέ δεν εμφανιζόταν. Μια πόρτα με το ξύλο σαπισμένο από το χρόνο ξεχώριζε το χώρο της τουαλέτας από το υπόλοιπο δωμάτιο και ένα μικρό παράθυρο δίπλα από το χώρο της τουαλέτας ήταν το μόνο μέσο που είχες για να αναπνεύσεις λίγο «καθαρό» αέρα. Οι τοίχοι ξεφτισμένοι από το χρόνο με το αμυδρό κιτρινωπό φως από τη μοναδική λάμπα που υπήρχε στο δωμάτιο κρεμασμένη από τη μέση του ταβανιού συμπλήρωναν την αθλιότητα του χώρου.
Θυμήθηκε τότε τις πόρνες της Πράγας, που μέσα σε δωμάτια ολόιδια με αυτό που βρισκόταν πουλούσαν τον εαυτό τους και το κορμί τους σε τύπους που στη πραγματικότητα δεν αναζητούσαν τον έρωτα σαν ερωτική πράξη, αλλά στην ουσία προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τον εαυτό τους, την ίδια την καθημερινότητά τους. Στο πρόσωπο της έβλεπαν το περιθωριακό και το απαγορευμένο σαν έννοιες εντελώς συνηφασμένες με την καθημερινή τους ζωή όπου τα πλείστα ανθρώπινα συναισθήματα και οι βιολογικές φυσικές πράξεις κλειδώνονται πίσω από έννοιες της ηθικολογίας και της κοινωνικής συνοχής. Έτσι οι περισσότεροι βλέπουν την πόρνη σαν διέξοδο για τη δική τους προσωπική σαπίλα και κοινωνική αθλιότητα. Αυτή από τη μεριά της δεν βλέπει τον εαυτό της σαν πόρνη. Σαν κάτι το κοινωνικά απεχθές και εντελώς ξεκωμένο από τη κίνηση της κοινωνίας. Ξέρει ότι είναι αποτέλεσμα της οικονομικής διαμόρφωσης της κοινωνίας και ότι η επιλογής της δεν είναι δική της αλλά της κοινωνίας. Η κοινωνία την επέλεξε σαν πόρνη.
«Τελείωνε, σε μισή ώρα έχω πελάτη»
Η φωνή που πριν από λίγο του προξενούσε την αίσθηση μίας προσωπικότητας απελπισμένης ατέρμονα κινούμενης ανάμεσα σε μια ζωή που δεν ζήτησε ποτέ και στη σκληρή πραγματικότητα μίας κοινωνίας που η σήψη της δεν της επιτρέπει να δεθεί με κάποια άλλη προσωπικότητα που θα της έδινε έστω και μία πρόσκαιρη ανάπαυλα ανθρωπισμού και ευτυχίας, έδωσε την θέση της σένα αίσθημα οργής. Δεν ήταν τα λόγια της που του προξένησαν την οργή, ήταν η επίγνωση της κατάστασης στην οποία βρισκόταν αυτός και αυτή. Την κάλεσε κοντά του. Ξαπλωμένη δίπλα του, πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της και έφερε το πρόσωπο της κοντά στο δικό του. Ένωσε τα χείλη του με τα δικά της και το χέρι του αφέθηκε να ταξιδεύει πάνω στο κορμί της, εξερευνώντας πότε τα στήθη της και πότε το αιδοίο της. Ακολούθησε και αυτή. Αφήνοντας το πέος του μέσα από το υγρό της στόμα με μία κίνηση της έφερε μπροστά του και σκύβοντας τη της το πέρασε ανάμεσα στα πόδια. Ένοιωσε τα συναισθήματα του να τον κατακλύζουν. Οργή, μίσος, χαρά όλα ανάκατα. Κοίταξε για λίγο τη λάμπα στο ταβάνι και μετά σωριάστηκε ανάσκελα στο κρεβάτι. Πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε. Άναψε και αυτή ένα δεχόμενη την προσφορά του.
«Με λένε Ανδρέα», της είπε.
«Λίνα» αποκρίθηκε αυτή μονολεκτικά δίνοντας του να καταλάβει πως δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Ντύθηκε στα γρήγορα αφήνοντας το τσιγάρο στη μέση αφού ο επόμενος πελάτης θα ερχόταν σε λίγο. Άφησε τα χρήματα στο μικρό τραπεζάκι δίπλα από το κρεβάτι και άνοιξε τη πόρτα.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες έφερε στο μυαλό του την εικόνα της Λίνας. Νεαρή γύρω στα 25, δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη αλλά είχε μια γοητεία μυστηριώδη. Ο τρόπος που στεκόταν δίπλα στο παράθυρο γυμνή όταν μπήκε, ο τρόπος με τον οποίο η φωνή της του δημιούργησε εκείνα όλα τα συναισθήματα, ο τρόπος με τον οποίο κάπνισε το τσιγάρο της, ο τρόπος με τον οποίο του έκανε τσιμπούκι. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και του ήρθε η έντονη επιθυμία να γυρίσει πίσω, να ανέβει τις σκάλες, να χτυπήσει τη πόρτα και να της πει κατάματα
«Σ’αγαπώ». Άφησε πίσω του τα ισχνά φώτα του σοκακιού που βρισκόταν το δωμάτιο της Λίνας και κατευθύνθηκε προς τη μικρή πλατεία όπου βρισκόταν το διαμέρισμά του. Στάθηκε λίγο μπροστά στη πόρτα της πολυκατοικίας και έριξε ένα βλέμμα στο χώρο γύρο ελπίζοντας για κάτι που εκείνη τη στιγμή του ήταν φευγαλέο. Ίσως να αναζητούσε μια γυναικεία μορφή να τον πλησιάζει και να του λέει «Σε καταλαβαίνω. Σ’αγαπάω και εγώ». Κάθισε στα σκαλιά στη είσοδο της πολυκατοικίας. Οι σκέψεις του και τα συναισθήματά του τον έκαναν να νοιώσει μια τεράστια θλίψη. Άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να γελάει με τη ψυχή του.

15 Ιουλ 2008

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ

Στη γειτονιά που μεγάλωσα, απέναντι απο τα σπίτια μας ενα δασίλιο απο κυπαρίσια απλωνόταν κάτω απο ενα μικρό λόφο, μοναδικό απομεινάρι ίσως ενός μεγαλύτερου δάσους κάποιας άλλης εποχής. Ανάμεσα στα κυπαρίσια, ενα άγνωστο για μας τότε δέντρο (ήμασταν μικροί τότε), ξεπρόβαλλε ακριβώς στο κέντρο, και έτσι θεόρατο με τα κλαδιά του να χαϊδεύουν τις κορυφές των κυπαρισιών μας προκαλούσε να το γνωρίζουσε, να το αγγίξουμε, να το γευτούμε. Μην γνωρίζοντας τι δέντρο ήταν, αποφασίσαμε να το ονομάσουμε απλά "Το Δέντρο".
Μαζευόμασταν τα απογεύματα δίπλα απο το κορμό του και μέναμε εκεί με τις ώρες μέχρι που βράδιαζε. Γελάγαμε, τραγουδούσαμε, παίζαμε και κάποτε κατασκευάζαμε και μικρά σπιτάκια απο ξύλα που μαζεύαμε απο αναγειρόμενες οικοδομές και τα τοποθετούσαμε με εξαιρετική προσοχή ανάμεσα στα κλαδιά, ανησυχόντας μήπως τα τσακίσουμε. Κάποιες νύχτες που το νυχτερινο αεράκι έκανε τα φύλλα να θροΐζουν, εμάς αυτό το θρόϊσμα μας φαινόταν να ερχόταν απο κάπου μαγικά. Μας αποκάλυπτε κόσμους που φτιάχναμε στο μυαλό μας και όπου μας ταξίδευε το δέντρο. Ονειρευόμασταν ότι ταξιδεύαμε πάνω στο δέντρο και ότι ήμασταν εξερευνητές χαμένων κόσμων όπου περίμεναν υπομονετικά να ανακαλυφθούν.
Το δέντρο έγινε σιγά σιγά κομμάτι του εαυτού μας. Το ερωτευτήκαμε, το αγαπήσαμε. Εκεί δίπλα στο κορμό του δέντρου γνώρισα για πρώτη φορά τον έρωτα. Ήταν η Μαρία. Είχε έρθει ένα απόγευμα με κάποια άλλα παιδιά απο κάποια άλλη γειτονιά και την θυμάμαι να στέκεται εκεί δίπλα στο κορμό μένα κάτασπρο φορεματάκι και πλεξούδες στα πυρόξανθα μαλλιά της. Την φίλησα. Και αυτή έβαλε τα κλάματα και έφυγε τρέχοντας. Έγινα κατακκόκινος απο ντροπή. Χάραξα στο κορμό το αρχικό της Μ.
Ένα πρωΐ ξύπνησα λουσμένος στον ιδρώτα απο κάποιο όνειρο. Ήμουνα λέει ξαπλωμένος ανάμεσα σε φύλλα πλάι στο κορμό του δέντρου και παρακολουθούσα τις ηλιακτίδες να τρεμοπαίζουν καθώς τα κλαδιά και τα φύλλα πάλλονταν κάτω απο τους ρυθμούς του αέρα, όταν ξαφνικά το δέντρο άρχισε να συρρικνώνεται, τα φύλλα να σκορπίζουν στον αέρα και εγώ με δάκρυα στα μάτια αγκαλιάζοντας τον κορμό να το παρακαλάω να μεγαλώσει και πάλι μέχρι που χάθηκε απο τα μάτια μου αφήνοντας μονάχα ένα σημάδι σκαμμένο χώμα εκεί που βρισκόταν. Η ανείπωτη αγωνία του ονείρου με ξύπνησε και αμέσως βρέθηκα έξω απο το σπίτι τρέχοντας προς το μέρος του μικρού λόφου. Κάτω απο το λόφο υπήρχαν μονάχα μπουλντόζες και φορτηγά. Το δασίλιο απο κυπαρίσια με Το Δέντρο να ξεπροβάλλει θεόρατο απο το κέντρο τους δεν υπήρχε πια. Έμεινα να κοιτάζω με δάκρυα στα μάτια το σκαμμενο χώρο κάτω απο το λόφο προσπαθώντας να ακούσω ένα μικρό θρόϊσμα απο φύλλα.
Χρόνια μετά όταν μεγάλωσα και επέστρεψα στις γειτονιές όπου έμενα μικρός προωθούμενος απο κάποια νοσταλγία επισκέφθηκα το χώρο όπου βρισκόταν ο μικρός λόφος και το δασίλιο. Ο μικρός λόφος έιχε χαθεί πια. Κάμποσα σπίτια είχαν κτιστεί και αρκετά μαγαζιά. Κάπου ανάμεσα όμως στα σπίτια εκεί που βρισκόταν το δασίλιο ένα δέντρο βρισκόταν στη μέση μιας μικρής πλατείας. Έμοιαζε ολόιδιο με το δικό μας δέντρο. Κοντοστάθηκα δίπλα του και μου φάνηκε πως ανάμεσα στις αφίσες και τις ταπέλλες που ήταν στερωμένες πάνω στο κορμό του είδα χαραγμένο ενά γράμμα. Το Μ.

13 Ιουλ 2008

ΩΣΤΟΣΟ

Ο δρόμος βουλιάζει τώρα ωσάν τη μύτη του συφλιάρη.
Ποτάμι η λαγνεία σα λιώνει στά σάλια.
Ως και το φύλλο συκής το απόβαλαν οι κήποι
και τεντώνουν τα κανιά τους καλά
στις σαιζλόνγκ του Ιούνη.

Ξεμυτίζω στης πλατείας τη χούνη,
το τσουρουφλισμένο φοράω καρτιέ
φενάκη στο κεφάλι μου κόκκινη.
Τα χάνει ο κοσμάκης: μέσ'απ'το στόμα μου
τσινώντας μου η κραυγή ξεπηδάει αμάσητη έξω.

Εμένα, ωστόσο, κανείς στο σκαμνί δεν θα με κάτσει,
σκυλί εμένα δεν θα βγεί να μ'αλυχτίσει, λέω.
Προφήτης εγω - κι οι άνθρωποι με άνθη
θα βγούνε στις στράτες
να βλογάν και να ραίνουν τα χνάρια μου.
Ω άνθρωποι -
ω μπουλούκι απο μύτες γνωστικές της απώλειας!
Ιδού εγώ - ο Ποιητής ο δικός σας!
Μυρίστε με!

Τρέμω - σαν τα κρασοπούλια -
τρέμω την τρομερή σας την ετυμηγορία!
Εμένα μόνο θ'αναρπάσουν
μες'απ'τα καιόμενα σπίτια οι πουτάνες,
μόνο εμένα θε να υψώσουνε στα χέρια τους σταυρό
για να με δείξουν στο Θεό
αποδεικνύοντας, έτσι, ενώπιόν Του,
την αθωότητά τους.

Σκυμμένος ο καλός Θεός
θα κλαίει μετά στις σελίδες μου πάνω!
Όχι λέξεις, οχι λέξεις-σπασμοί που σου κάθονται
στο λαρύγγι να σε πνίξουν, οχι! Λέω
θα κλαίει ο Θεούλης ο καλός
κι όλο στους ουρανούς θα βολοδέρνει
με τους δικούς μου στίχους
διπλωμένους προχείρως υπό μάλης
για να κοντοστέκεται όπου βρεί
και μ'αγκομαχητό βαρύ και δύσπνοια
να τους διαβάζει στούς φίλους του εκεί πάνω
και στους γνωστούς του όλους.

Το ποίημα προέρχεται απο τη ποιητική συλλογή του Βλαδίμηρου Μαγιακόφσκη "Φυσώντας των σπονδύλων μου το Φλάουτο"

5 Ιουλ 2008

ΑΠΟΨΗ

Πιστεύεται ότι η επιβολή αυστηρότερων ποινών θα λύσει το πρόβλημα της διακίνησης ναρκωτικών;

Η ερώτηση έχει τεθεί απο Κυπριακή εφημερίδα στην ιστοσελίδα της. Καθότι είναι ένα θέμα με αρκετές περιπλοκές και αντικρουόμενων απόψεων το Μαύρο Αίμα αποφάσισε να κάνει μια παρέμβαση και να εκφράσει την άποψη του.
Η διακίνηση ναρκωτικών και κατεπέκταση η χρήση τους δεν είναι πρόβλημα επιβολής αυστηρότερων ποινών αλλά είναι ένα κοινωνικό πρόβλημα. Η επιβολή οποιασδήποτε μορφής ποινών δεν θα λύση το πρόβλημα απλούστατα θα το διαιωνίση. Κατεπέκταση το θέμα δεν πρέπει να εξεταστεί σαν ένα κοινωνικό φαινόμενο ανεξάρτητο απο την ίδια την κοινωνία αλλά σαν ένα πρόβλημα που προέρχεται άμεσα απο την ίδια τη διαμόρφωση της κοινωνίας. Μέσα σε μια κοινωνία όπου η προσωπική ελευθερία των νέων κατακρεουργείται απο κάθε λόγης καταπιέσεις είτε αυτές είναι κρατικές, θρησκευτικές, οικογενειακές, στρατιωτικές και άλλες, βλέπουμε τους νέους να καταφεύγουν σε πράξεις όπου η χρήση διαφόρων ουσιών είναι ένας τρόπος να ξεφύγουν απο ένα κόσμο που τους στερεί το δικαίωμα της δικής τους προσωπικής ελεύθερης ύπαρξης. Σε μια κοινωνία όπου οι νέοι μεγαλώνουν ελεύθερα, αποκτώντας κριτική άποψη, εξωτερικεύοντας τον ίδιο τον εαυτό τους μέσα απο τον ερωτισμό, τα όνειρά τους, την ίδια την υπόστασή τους είναι αρκετά δύσκολο να καταφύγουν σε χρήσεις ουσιών όπως το βλέπουμε σήμερα. Ελεύθερες κοινωνίες, με ελεύθερα σκεπτόμενους νέους περιθωριοποιούν τέτοια φαινόμενα και τελικά τα εξαλείφουν.
Σαν αποτέλεσμα αυτής της σκέψης το πρόβλημα δεν θα λυθεί με ποινές ή ότι άλλο σχετικό. Το πρόβλημα θα λυθεί με μία εκ βαθέων αλλαγή του τρόπου που λειτουργεί η κοινωνία, αντιμετωπίζοντας αυτούς τους ανθρώπους με την αγάπη που τους αξίζει και όχι με περιθωριοποίηση και φυλάκισή τους.

11 Ιουν 2008

Κατερίνα Γώγου

Η ζωή μας είναι σουγιάδες
σε βρώμικα αδιέξοδα
σάπια δόντια ξεθωριασμένα συνθήματα
μπάσσο βεστιάριο
μυρουδιές από κάτουρα αντισηπτικά
και χαλασμένα σπέρματα. Ξεσκισμένες αφίσσες.
Πάνω - κάτω. Πάνω - κάτω, η Πατισίων.
Η ζωή μας είναι η Πατησίων.
Το ROL που δεν ρυπαίνει τη θάλασσα
κι ο Μητροπάνος μπήκε στη ζωή μας
μας τον έφαγε η Δεξαμενή κι αυτόν
σαν τις ψηλόκωλες.
Εμείς εκεί.
Μια ζωή λιγούρια ταξιδεύουμε
την ίδια διαδρομή.
Ξευτίλα - μοναξιά - απελπισία.Κι ανάποδα.
Εντάξει. Δεν κλαίμε. Μεγαλώσαμε.
Μονάχα όταν βρέχει
βυζαίνουμε κρυφά το δάχτυλό μας.Και καπνίζουμε.
Η ζωή μας είναι
άσκοπα λαχανητά
σε κανονισμένες απεργίες
ρουφιάνους και περιπολικά.
Γι'αυτό σου λέω.
Την άλλη φορά που θα μας ρίξουνε
να μην την κοπανήσουμε.Να ζυγιαστούμε.
Μην ξεπουλήσουμε φτηνά το τομάρι μας ρε.
Μή. Βρέχει. Δόσμου τσιγάρο.
Κι εδώ.
Και πιό πολύ εδώ οι αραπάδες
σφουγκαρίζουν τα φλέματα απ'την άσφαλτο
με τη γλώσσα τους.
Κι εδώ
καί πιο πολύ εδώ οι κίτρινοι
ανοίγουν τις πόρτες των HOTELS στους άσπρους
κι εδώ τα γκαρσόνια
που ξενητεύτηκαν για να μην γίνουν γκαρσόνια
κουβαλάνε στις πλάτες τους σάντουϊτς
κι αμερικάνικα όνειρα
κι εδώ οι άλλοι
μασουλάνε τις πλάτες τα σάντουϊτς και τα όνειρα
ξενητεμένων
κι εγώ εδώ ξανά - Κατερίνα με λένε -
κομματιάστικα στα δημόσια πάρκα
αυνανίστηκα στις Ι.Χ. προβολές των πορνό
ξέρασα αίμα και μια άσπρη ξυνισμένη σαλάτα
στον υπόγειο
κι έκλαψα ήσυχα ρίχνοντας το τελευταίο μου δείπνο
στη θλίψη των φραγκομηχανών.
Ά, ρε φίλε! Θάθελα να ριχνα ένα
και να τινάξω όλες τις πουστομηχανές του κόσμου στον
αέρα.
Να τινάξω όλη τη θλίψη του κόσμου στον αέρα.
Ν'αγοράσω ότι πουλιέται στα παλιατζίδικα
9 φορές φορεμένο
από επαναστάτες
που τους χάλασαν τα μυαλά απ'το ξύλο
και τώρα μιλάνε για το χριστό
απο ποιητές μ'αστραφτερά κεφάλια
απο γυναίκες που λευτέρωσαν συντρόφους τους
τις καρφώσανε και δε σπάσανε.
Ά, ρε φίλε και δω, σήμερα, εν Λονδίνω τη 1η Ιουνίου 1977
μ'όλους τους δικούς μας σε χαιρετώ.Γειά.

16 Μαΐ 2008

εμπόριο

κάποτε οδηγούσα φορτηγά
τόσο γρήγορα και τόσες ώρες
που το δεξί μου πόδι μούδιαζε στο γκάζι.
η μια φορτωτική μετά την άλλη,
δεκατέσσερις ώρες τη μέρα
για 1,10 δολάρια την ώρα, μαύρα.
πήγαινα ανάποδα σε μονόδρομους
στα χειρότερα σημεία της πόλης.
μες τα μεσάνυχτα
μες το καυαμεσήμερο,
έτρεχα σαν τρελός
ανάμεσα σε κτίρια ψηλά
πάντα με την μπόχα
από κάτι ψόφιο
ή έτοιμο να ψοφήσει
κατά την παράδοση
στον ανελκυστήρα εμπορευμάτων.
ήταν ένας μηχανικός ανελκυστήρας,
που έβγαζε σ'έναν χώρο
μεγάλο φωτεινό
στριμωγμένες
κάτω από γυμνά φώτα
γυναίκες
έσκυβαν βουβά πάνω από μηχανήματα,
σταυρωμένες ζωντανές στην αλυσίδα παραγωγής
κι εγώ παρέδιδα το δέμα
σ'έναν χοντρό μαλάκα με κόκκινες τιράντες.
αυτός υπέγραφε,
σκίζονταν το φτηνό χαρτί με το στυλό του,
αυτό θα πεί εξουσία,
αυτό θα πεί αμερικάνικός
κόσμος της εργασίας.
σου'ρχεταί να σκοτώσεις
τον προϊστάμενο επιτόπου
αλλά διώχνεις τη σκέψη και φεύγεις,
παίρνεις πάλι τον ανελκυστήρα
που ζέχνει κάτουρο,
και σε σταυρώνει κι εσένα
ο αμερικάνικος κόσμος της εργασίας,
σου ξεριζώνει τα σπλάχνα
και τον εγκέφαλο
τη θέληση
το πνεύμα.
σε ξεζουμίζει
σε πετάει στ'αζήτητα.
ο καπιταλισμός.
η ηθική της εργασίας.
το κίνητρο του κέρδους.
η ανάμνηση όλων όσα έλεγε ο πατέρας σου,
"δούλεψε ακληρά και θα σ'εκτιμήσουν",
αλλά, βέβαια, υπό τον όρο να παράγεις
πολύ περισσότερα απ'αυτά που σου πληρώνουν.

βγαίνεις από το στενό δρομάκι
και ξαναβρίσκεσαι στον ήλιο,
στην κυκλοφοριακή συμφόρηση,
σχεδιάζεις τη διαδρομή
μέχρι την επόμενη στάση,
τον καλύτερο δρόμο,
για να γλιτώσεις χρόνο,
ενώ δεν ξέρεις κανένα κόλπο
κι αν σκεφτείς όλες τις παραδόσεις
που έχεις στο πρόγραμμα της μέρας
θα οδηγηθείς στην τρέλα.
μία μία,
η μία μετά την άλλη
οι φορτωτικές
μπαινοβγαίνεις στα μποτιλιαρίσματα
ανάμεσα σε άλλους
που οδηγούν για να βγάλουν το ψωμί τους
χωρίς καμιά αίσθηση του κινδύνου,
της πραγματικότητας,
της ροής του χρόνου
ή της συμπόνιας,
νιώθεις την απόγνωση
που βγάζουν οι μηχανές τους,
η ζωή τους είναι το ίδιο απελπισμένη
και μονότονη με τη δική σου.
ανοίγεις δρόμο ανάμεσά τους
στον δρόμο για την επόμενη στάση,
διασχίζεις το πλημμυρισμένο
κεντρικό Λος Άντζελες
του 1-εννιά-πέντε-δύο,
βρωμοκοπάς, ζαλίσεσαι,
δεν έχεις χρόνο για φαγητό,
δεν έχεις χρόνο για καφέ,
είσαι στο δρομολόγιο αρ.10,
κι είσαι καινούργιος στη δουλείά,
δώστε στον νεαρό
το πιο σπασαρχίδικο δρομολόγιο,
να δούμε αν μπορεί
να καταπιεί την τιμωρία.

κοιτάς το καντράν
και η βελόνα ταλαντεύεται στο κόκκινο.
ίχνος βενζίνη.
κρίμα ρε πούστη.
το σανιδώνεις,
ανάβοντας ένα σβησμένο τσιγάρο
με το ένα χέρι
από ένα βρώμικό σπιρτόκουτο.

βρε, δεν πάει να γαμηθεί ο κόσμος όλος


Charles Bukowski