18 Ιουλ 2008

ΤΟ ΔΩΜΑΤΙΟ

Όταν μπήκε στο δωμάτιο αυτή βρισκόταν δίπλα στο παράθυρο γυμνή.
«Ξάπλωσε» και η φωνή της του φάνηκε απόμακρη, σκληρή, απελπισμένη. Έριξε μια ματιά στο εσωτερικό του δωματίου καθώς ξεκούμπωνε το παντελόνι του. Ήταν ένας χώρος που του θύμιζε τους μήνες που έζησε στη Πράγα. Έμενε τότε εκεί, κατόπιν μιας πρόσκλησης ενός φίλου και είχε περάσει τις μέρες του κοντά τρεις μήνες σένα μικρό δωμάτιο που αποτελούσε μέρος ενός συγκροτήματος δωματίων κτισμένων σύμφωνα με τα πρότυπα του καθεστώτος τότε, που οι άνθρωποι θεωρούμενοι σαν αντικείμενα στοιβαχτήκαν ο ένας πάνω στον άλλο κάνοντας το όνειρο εφιάλτη.
Τα δωμάτια ήταν σχεδόν τα ίδια. Ένας τετράγωνος χώρος μένα κρεβάτι στη μέση ακουμπημένο στο τοίχο απέναντι απ’τη πόρτα και ένα τετράγωνο ξύλινο τραπεζάκι στα δεξιά του κρεβατιού. Μια μικρή καρέκλα από ξύλο ήταν ακουμπημένη στο τοίχο δίπλα από τη πόρτα περιμένοντας κάποιον να καθίσει που ποτέ δεν εμφανιζόταν. Μια πόρτα με το ξύλο σαπισμένο από το χρόνο ξεχώριζε το χώρο της τουαλέτας από το υπόλοιπο δωμάτιο και ένα μικρό παράθυρο δίπλα από το χώρο της τουαλέτας ήταν το μόνο μέσο που είχες για να αναπνεύσεις λίγο «καθαρό» αέρα. Οι τοίχοι ξεφτισμένοι από το χρόνο με το αμυδρό κιτρινωπό φως από τη μοναδική λάμπα που υπήρχε στο δωμάτιο κρεμασμένη από τη μέση του ταβανιού συμπλήρωναν την αθλιότητα του χώρου.
Θυμήθηκε τότε τις πόρνες της Πράγας, που μέσα σε δωμάτια ολόιδια με αυτό που βρισκόταν πουλούσαν τον εαυτό τους και το κορμί τους σε τύπους που στη πραγματικότητα δεν αναζητούσαν τον έρωτα σαν ερωτική πράξη, αλλά στην ουσία προσπαθούσαν να απαλλαγούν από τον εαυτό τους, την ίδια την καθημερινότητά τους. Στο πρόσωπο της έβλεπαν το περιθωριακό και το απαγορευμένο σαν έννοιες εντελώς συνηφασμένες με την καθημερινή τους ζωή όπου τα πλείστα ανθρώπινα συναισθήματα και οι βιολογικές φυσικές πράξεις κλειδώνονται πίσω από έννοιες της ηθικολογίας και της κοινωνικής συνοχής. Έτσι οι περισσότεροι βλέπουν την πόρνη σαν διέξοδο για τη δική τους προσωπική σαπίλα και κοινωνική αθλιότητα. Αυτή από τη μεριά της δεν βλέπει τον εαυτό της σαν πόρνη. Σαν κάτι το κοινωνικά απεχθές και εντελώς ξεκωμένο από τη κίνηση της κοινωνίας. Ξέρει ότι είναι αποτέλεσμα της οικονομικής διαμόρφωσης της κοινωνίας και ότι η επιλογής της δεν είναι δική της αλλά της κοινωνίας. Η κοινωνία την επέλεξε σαν πόρνη.
«Τελείωνε, σε μισή ώρα έχω πελάτη»
Η φωνή που πριν από λίγο του προξενούσε την αίσθηση μίας προσωπικότητας απελπισμένης ατέρμονα κινούμενης ανάμεσα σε μια ζωή που δεν ζήτησε ποτέ και στη σκληρή πραγματικότητα μίας κοινωνίας που η σήψη της δεν της επιτρέπει να δεθεί με κάποια άλλη προσωπικότητα που θα της έδινε έστω και μία πρόσκαιρη ανάπαυλα ανθρωπισμού και ευτυχίας, έδωσε την θέση της σένα αίσθημα οργής. Δεν ήταν τα λόγια της που του προξένησαν την οργή, ήταν η επίγνωση της κατάστασης στην οποία βρισκόταν αυτός και αυτή. Την κάλεσε κοντά του. Ξαπλωμένη δίπλα του, πέρασε το χέρι του μέσα από τα μαλλιά της και έφερε το πρόσωπο της κοντά στο δικό του. Ένωσε τα χείλη του με τα δικά της και το χέρι του αφέθηκε να ταξιδεύει πάνω στο κορμί της, εξερευνώντας πότε τα στήθη της και πότε το αιδοίο της. Ακολούθησε και αυτή. Αφήνοντας το πέος του μέσα από το υγρό της στόμα με μία κίνηση της έφερε μπροστά του και σκύβοντας τη της το πέρασε ανάμεσα στα πόδια. Ένοιωσε τα συναισθήματα του να τον κατακλύζουν. Οργή, μίσος, χαρά όλα ανάκατα. Κοίταξε για λίγο τη λάμπα στο ταβάνι και μετά σωριάστηκε ανάσκελα στο κρεβάτι. Πήρε ένα τσιγάρο και το άναψε. Άναψε και αυτή ένα δεχόμενη την προσφορά του.
«Με λένε Ανδρέα», της είπε.
«Λίνα» αποκρίθηκε αυτή μονολεκτικά δίνοντας του να καταλάβει πως δεν είχε όρεξη για κουβέντα. Ντύθηκε στα γρήγορα αφήνοντας το τσιγάρο στη μέση αφού ο επόμενος πελάτης θα ερχόταν σε λίγο. Άφησε τα χρήματα στο μικρό τραπεζάκι δίπλα από το κρεβάτι και άνοιξε τη πόρτα.
Κατεβαίνοντας τις σκάλες έφερε στο μυαλό του την εικόνα της Λίνας. Νεαρή γύρω στα 25, δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη αλλά είχε μια γοητεία μυστηριώδη. Ο τρόπος που στεκόταν δίπλα στο παράθυρο γυμνή όταν μπήκε, ο τρόπος με τον οποίο η φωνή της του δημιούργησε εκείνα όλα τα συναισθήματα, ο τρόπος με τον οποίο κάπνισε το τσιγάρο της, ο τρόπος με τον οποίο του έκανε τσιμπούκι. Κοντοστάθηκε για μια στιγμή και του ήρθε η έντονη επιθυμία να γυρίσει πίσω, να ανέβει τις σκάλες, να χτυπήσει τη πόρτα και να της πει κατάματα
«Σ’αγαπώ». Άφησε πίσω του τα ισχνά φώτα του σοκακιού που βρισκόταν το δωμάτιο της Λίνας και κατευθύνθηκε προς τη μικρή πλατεία όπου βρισκόταν το διαμέρισμά του. Στάθηκε λίγο μπροστά στη πόρτα της πολυκατοικίας και έριξε ένα βλέμμα στο χώρο γύρο ελπίζοντας για κάτι που εκείνη τη στιγμή του ήταν φευγαλέο. Ίσως να αναζητούσε μια γυναικεία μορφή να τον πλησιάζει και να του λέει «Σε καταλαβαίνω. Σ’αγαπάω και εγώ». Κάθισε στα σκαλιά στη είσοδο της πολυκατοικίας. Οι σκέψεις του και τα συναισθήματά του τον έκαναν να νοιώσει μια τεράστια θλίψη. Άναψε ένα τσιγάρο και άρχισε να γελάει με τη ψυχή του.

2 σχόλια:

jacki είπε...

Πως μπορείς να αγαπήσεις έναν άνθρωπο έτσι σε μια στιγμή; Μάλλον μπορείς ε; Δεν ξέρω. Όμορφο πάντως να μπορείς να αγαπάς μια πόρνη. Δύσκολο για τον κοινωνικό σου περίγυρο (άσχετο που αν μέσα τους όλοι το ίδιο θα θέλανε)
Καλημέρα.

ΑΝΔΡΕΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ είπε...

jacki καλησπέρα. Μια πόρνη δεν παύει να είναι γυναίκα. Με ξεχωριστή προσωπικότητα με σκέψεις και συναισθήματα. Και μια πόρνη μπορεί να ερωτευτεί . Στο κείμενο η Λίνα και ο Ανδρέας καθημερινοί άνθρωποι μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε σήψη με τα συναισθήματα και τις φυσικές ανάγκες τους να εμπορευματοποιούνται προσπαθούν μέσα απο την συναισθηματική φόρτιση του αγοραίου έρωτα να εξωτερικεύσουν τις καταπιεσμένες τους ανάγκες και να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους.