29 Σεπ 2008

Σούρουπο

Το σούρουπο αποτελεί για μένα στιγμή διαύγειας. Κοιτάζω το γαλάζιο του ουρανού να μεταλλάζεται σε κίτρινο, μετά πορτοκαλί και μετά κόκκινο, σαν ζεστό αίμα που αναβλύζει από τα ξεσκισμένα στήθη κάποιου νεκρού στρατιώτη σένα πεδίο μάχης πολύ μακριά από το σπίτι του. Και μετά να ακολουθεί το λυκόφως που φέρνει μαζί του εκείνο το δροσερό αεράκι που προμυνήει τον ανελέητο ερχομό της νύχτας. Στριβώ ένα τσιγάρο και καθισμένος στη μέση του κεντρικού πάρκου της πόλης περιτριγυρισμένος από δέντρα που ασφυκτιούν κάτω από τη ηλίθια σχιζοφρενική κίνηση του ανθρώπου πάνω στη γη μένω να κοιτάζω τα χρώματα του ουρανού να μεταλλάσσονται και ένα ένα τα φώτα της πόλης να ανάβουν δίνοντας το έναυσμα για μια κατακλυσμιαία παρέλαση ανθρώπων κάτω από το πέπλο της νύχτας που κρυμμένοι μέσα στο σκοτάδι σε κατακρεουργούν. Και εγώ εκεί καθισμένος σένα παγκάκι να τους βλέπω να ξετρυπώνουν από παντού. Μέσα από τους θάμνους, μέσα από τα δέντρα, μέσα από το νερό που μόλις είχα πιει, μέσα από το τσιγάρο που καπνίζω και να με μαχαιρώνουν γιατί σιχαίνομαι το σκοτάδι. Μα αυτοί ζούνε μέσα στο σκοτάδι.
Το σούρουπο βρίσκω την ευκαιρία να βάλω τις σκέψεις μου σε μία τάξη, να τις στοιχίσω και να βγάλω τα απαραίτητα συμπεράσματα. Αποτελώ μέλος της κοινωνίας αλλά και την ίδια στιγμή είμαι αποκομμένος από αυτή. Είμαι σε ρήξη με την κοινωνία. Είμαι σε ρήξη με τους θεσμούς της, τα ήθη της, τις κοινωνικές της ομάδες, τα κόμματά της, τις θρησκείες της, τα σχολεία της, τα νεκρά ανθρωπάκια της. Πετάω το τσιγάρο στο κάλαθο με τα σκουπίδια δίπλα. Παίρνει φωτιά. Και εγώ να κάθομαι και να κοιτάζω τη φωτιά να φουντώνει, να φουντώνει μέχρι που τα πάντα γύρω μου να γίνονται στάχτη. Και κάποιος από μακριά να φωνάζει «εμπρησμός, εμπρησμός» και να πλακώνουν οι μπάτσοι. Και εγώ να τρέχω, να τρέχω και να γελάω δυνατά. Να γελάω τόσο δυνατά που να σπάζω σε τέσσερα κομμάτια και να διασκορπίζομαι στις τέσσερεις γωνιές της γης. Και τα κομμάτια μου να πυρπολούν και αυτά με τη σειρά τους και να ακούγονται και άλλα «εμπρησμός, εμπρησμός», μέχρι που ολόκληρη η γη να γίνεται στάχτη.
Άφησα το πάρκο πίσω μου και χώθηκα στο πρώτο μπαρ που βρήκα μπροστά μου.
«Ένα ουίσκι με πάγο. Σε χαμηλό ποτήρι».
Στα μπαρ συναντάς κάθε λογής ανθρώπους. Για κάποιους τα μπαρ αποτελούν άσυλο. Στριμωγμένοι πάνω σε μια καρέκλα, με τα πρόσωπα καλυμμένα από το χαμηλό φωτισμό, κατεβάζουν λαίμαργα, ουίσκια, μπύρες, λικέρ και κάθε λογής οινοπνεύματα κοιτάζοντας με τα μάτια κλειστά παλιές φωτογραφίες, αφίσες από συναυλίες, πίνακες μεθυσμένων ζωγράφων ξεχασμένα όλα πάνω στους κιτρινισμένους από τα τσιγάρα τοίχους ξεστομίζοντας νεκρά λόγια.
«Ακόμα ένα».
Δίπλα μου ένας τύπος με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο μπαρ και το κεφάλι του να ακουμπάει ελαφρά πάνω στο δεξί του μπράτσο με το πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος μου. Στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού ένα σβησμένο τσιγάρο και δίπλα του ένα μισογεμάτο ποτήρι μπύρα. Έμεινα για λίγη ώρα να τον κοιτάζω και μέσα από το χαμηλό φωτισμό κατάφερα να διακρίνω κάποια από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν οι ουλές στο πρόσωπό του. Από κάποιες μου φάνηκε να αναβλύζει φρέσκο αίμα. Η ανάσα του ήταν βαριά και κάθε φορά που ο αέρας εξερχόταν από το στόμα του έμοιαζε σαν να ήταν η τελευταία του πνοή. Όταν πια κουράστηκα να τον κοιτάζω, γύρισα να στρίψω ένα τσιγάρο όταν αυτός πετάχτηκε πάνω και αντίκρισα την φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Την ίδια φρίκη που αντικρίζω κάθε φορά που κινούμε ανάμεσα στους ανθρώπους. Στα πρόσωπα πάνω στα πεζοδρόμια, μέσα στα αυτοκίνητα, μέσα στα λεωφορεία, μέσα στα ταξί, μέσα στα εστιατόρια, μέσα στις καφετερίες, μέσα στα σπίτια, μέσα στις εκκλησίες, μέσα στα σχολεία, μέσα στις φυλακές, μέσα στα νεκροταφεία.Άδειασε το ποτήρι με την μπύρα, και μετά με κοίταξε στα μάτια. Έγινα ένα μαζί του. Έγινα εργάτης σε εργοστάσιο, έγινα ανθρακωρύχος μέσα στα σπλάχνα της γης με μαυρισμένους τους πνεύμονες, έγινα αγρότης σε φυτείες στο Μεξικό, έγινα μαύρος σε ορυχεία διαμαντιών στην Αφρική με την ελπίδα να ζήσω μέχρι τα τριάντα, έγινα μικρά κορίτσια στη Κίνα να δουλεύω σε υφαντουργία είκοσι ώρες την ημέρα, έγινα πόρνη σε οίκους ανοχής, έγινα εργάτης στα λιμάνια, έγινα μικρά παιδιά στη Βραζιλία να ψάχνουν τροφή στα σκουπίδια μέσα στις παραγκούπολεις, έγινα ένας κολασμένος.
Βγήκα έξω από το μπαρ. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά φέρνοντας μαζί της και το κρύο. Δεν είχα όρεξη να επιστρέψω πίσω στο διαμέρισμά μου. Μού ήταν ξένο πλέον. Χρωστούσα και τρία ενοίκια και η σπιτονοικοκυρά μου θα με πέταγε σίγουρα έξω αν μάθαινε ότι δεν είχα δουλειά. Σκέφτηκα να περάσω να πάρω κάποια βιβλία αλλά αμέσως άλλαξα γνώμη. Κάθισα στο υγρό πεζοδρόμιο και έμεινα να κοιτάζω τους περαστικούς να διασχίζουν τον δρόμο νευρικά κάτω από τα εκτυφλωτικά φώτα των επιγραφών νέον πάνω από τις βιτρίνες των καταστημάτων και του μουντού φωτισμού των φαναριών που στέκουν κατά μήκος του δρόμου.
Μια γάτα ξεπρόβαλε πίσω από κάτι χάρτινα κιβώτια που βρίσκονταν πεταμένα στην άκρη του πεζοδρομίου. Νιαούρισε πεινασμένα. Την φώναξα αλλά αυτή έμεινε να με κοιτάζει φοβισμένα. Έκανε να φύγει μα γύρισε και με ξανακοίταξε. Της φώναξα και πάλι προχωρώντας νωχελικά προς το μέρος της. Έφτασα κοντά της. Νιαούρισε ξανά πεινασμένα και χώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου τρίβοντας την γούνα της πότε στο αριστερό μου πόδι και πότε στο δεξί. Έσκυψα και της χάιδεψα τη γούνα και αυτή νιαούρισε μένα αίσθημα ευχαρίστησης. Σωριάστηκα ξανά στο πεζοδρόμιο με τη γάτα ανάμεσα στα χέρια μου να την χαϊδεύω ενώ αυτή νιαούριζε ευτυχισμένα. Ξαφνικά ένοιωσα την γάτα να είναι το μοναδικό πλάσμα στο κόσμο που να με καταλαβαίνει. Βλαστήμησα τον εαυτό μου που δεν είχα χρήματα να της αγοράσω κάτι για να φάει. Και ποιος έχει κάτι για να δώσει φαγητό στις γάτες. Κανένας μας δεν έχει. Κι αυτοί που έχουν το κρατάνε για τον εαυτό τους. Όπως κρατάνε για τον εαυτό τους το νερό που πίνουμε, το φαγητό που τρώμε, τα σπίτια που μένουμε, τα ρούχα που φοράμε, τα βιβλία που διαβάζουμε, τις σκέψεις που κάνουμε. Εκείνη τη στιγμή η γάτα έγινε σύντροφός μου. Μας είδα και τους δυο να αλητεύουμε μαζί στους δρόμους της πόλης, η γάτα να κυνηγάει ποντίκια και εγώ να κυνηγάω πανουκλιασμένα ανθρωπάκια.«Τους ανθρώπους τους καταλαβαίνεις από τον τρόπο που συμπεριφέροντε στις γάτες» μου είπε κάποιος φίλος μια φορά και έχει δίκιο.Θυμήθηκα τις γάτες της Ούλθαρ, του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ που κατοικούσαν στη πόλη της Ούλθαρ όπου κανένας από τους κατοίκους της πόλης δεν μπορούσε να σκοτώσει γάτα.
Ένας τσιριχτός ήχος από λάστιχα που σταματάνε πάνω στη άσφαλτο τρόμαξε τη γάτα που την είδα να χάνεται τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι.
Άφησα πίσω μου το πεζοδρόμιο όπου γνώρισα την γάτα και άρχισα να περπατάω με το μυαλό μου γεμάτο από σκέψεις. Η ανθρωπότητα κινείται ατέρμονα σε μια κίνηση πυρπολώντας την ίδια την ζωή. Κράτη, σημαίες, σχολεία, θρησκείες, κυβερνήσεις, κοινοβούλια, βασιλείς, τραστ, πολυεθνικές εταιρείες, χρηματιστήρια, παρασύρουν τον άνθρωπο σε μια κατάσταση άρνησης του ίδιου του εαυτού του. Τον τυφλώνουν και μετά τον ρίχνουν μέσα σένα λαβύρινθο κλείνοντας όλες τις πόρτες που οδηγούν στην έξοδο.Πειθήνιοι υπήκοοι ενός απάνθρωπου συστήματος καταναλώνουν συνεχώς την ίδια την ενέργειά τους ακολουθώντας μια ζωή όπου νεκροί πλέον το σύστημα τους καταπίνει, ξερνώντας στη συνέχεια τα ίδια τα σώματά τους.Φθάνοντας μπροστά από τη δημοτική βιβλιοθήκη, έστριψα ένα τσιγάρο και ξάπλωσα πάνω στα υγρά και κρύα σκαλιά της φέρνοντας στο μυαλό μου στίχους από κάποιο ποίημα μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

21 Σεπ 2008

Η ιστορία της πραγματικής φιλίας του Χρίστου και του Ahmet...

Η Μαρία με παίρνει με το μικρό της αυτοκίνητο στη Λάρνακα για να δω έναν "άνθρωπο-θαύμα" - όχι κάποιον που κάνει θαύματα, αλλά κάποιον που κατάφερε να επιβιώσει από το Τζιάος (Chatoz-Serdarli) το 1974...
Είναι ένας μάστρος, ένας οικοδόμος, κάποιος που έκανε τάφους και ντεπόζιτα νερού από τσιμέντο, κάποιος που δούλευε με Τουρκοκύπριους σε διάφορες οικοδομές... Το όνομά του είναι Χρίστος Κυπριανού... Πάμε στον Τουρκομαχαλά της Λάρνακας, σε ένα όμορφο σπίτι, που ψιθυρίζει ιστορίες από μια άλλη ζωή - τα πλακάκια στο πάτωμα, τα πέντε πέτρινα σκαλιά που οδηγούν στην εξώπορτα, το χερούλι-κουδούνι της πόρτας σε σχήμα γυναικείου χεριού που φοράει δακτυλίδι, ο τεράστιος ηλιακός με τα δύο δωμάτια στην κάθε πλευρά, το ταβάνι ψηλό στα 4 μέτρα και πολύς αέρας να κυκλοφορεί σαν ένα ποίημα από μια άλλη εποχή... Στο τέρμα του ηλιακού, μερικά σκαλιά οδηγούν σε έναν κρυμμένο κήπο πίσω από το σπίτι και ο κήπος αυτός είναι τεράστιος! Μόνο σε ένα κλήμα, βλέπω τριών ειδών σταφύλια! Και τόσα πολλά λουλούδια! Τόσα πολλά πράγματα να θαυμάσεις!
"Και τι γίνεται με το νερό;" ρωτώ τον Χρίστο...
Μου δείχνει ένα πηγάδι στον κήπο:
"Βγάζει για μισή ώρα και μετά σταματά..."
"Ακόμη και έτσι, πάλι είσαι τυχερός!..."
Η γυναίκα του η Μαρίτσα, με ένα στρουμπουλό χαμόγελο και όμορφα μάτια, μας καλωσορίζει με ένα πιάτο νόστιμα σύκα από τον κήπο της - καθόμαστε μέσα και ο μάστρος είναι πολύ περήφανος για το σπίτι... Μας λέει ότι το έβαψε μόνος του και ότι διορθώνει πράγματα... Κάτω το σπίτι έχει ένα τεράστιο υπόγειο όπου ο μάστρος εκτρέφει μερικές πέρδικες και επίσης ένα εργαστήριο για μικρές επισκευές. Φαίνεται να είναι σε φόρμα και ακτινοβολεί για την ηλικία του - είναι 70 χρονών, ψηλός και μελαχρινός και η γυναίκα του παχουλή και χαριτωμένη, μια γυναίκα από το Λευκόνοικο, το χωριό του πατέρα μου. Ο Χρίστος Κυπριανού είναι επίσης από το Λευκόνοικο.
"Μέχρι το 1955-58, ζούσαν και Τουρκοκύπριοι εκεί... Θυμούμαι τον Salih που είχε καμπούρα και που επισκεύαζε μοτοσικλέτες... Όταν ξεκίνησαν οι φασαρίες οι Τουρκοκύπριοι έφυγαν από το χωριό..."
Ο Χρίστος όταν τελείωσε το δημοτικό σχολείο του χωριού του ξεκίνησε να δουλεύει ως οικοδόμος:
"Έκτιζα σπίτια, αλλά και τάφους" λέει... "Θυμάσαι που τα παλιά ντεπόζιτα νερού ήταν καμωμένα από μωσαϊκό; Τα κατασκεύαζα και αυτά... Δούλευα σε διάφορα μέρη, όπως την Ακανθού (Tatlisu) και τη Λευκωσία... Στη Λευκωσία δούλευα με Τουρκοκύπριους εργάτες. Ένας από αυτούς ήταν από τη Μελούντα (Mallidagh) και το όνομά του ήταν Suleyman. Ήταν η Mukaddes που ήταν από τον Ψυλλάτο (Ipsillat) - κουβαλούσε το τσιμέντο στις οικοδομές. Ήταν ο Hussein από το Τζιάος (Chatoz - Serdarli) - συνολικά υπήρχαν 6-7 Τουρκοκύπριοι εργάτες με τους οποίους δούλευα - μερικοί από αυτούς ήταν πολύ νέοι..."
Στις 15 Ιουλίου 1974, τη μέρα του πραξικοπήματος, ήταν μαζί με μερικούς Τουρκοκύπριους εργάτες στη Λευκωσία. Έκρυψε για μερικές μέρες μερικούς από αυτούς στο σπίτι ενός φίλου στην Αθαλάσσα ώστε να μην τους κάνει κακό η ΕΟΚΑ Β. Αργότερα τους βοήθησε να πάνε στην τουρκική πλευρά... Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Ahmet από το Τζιάος και η Mukaddes από τον Ψυλλάτο. Αργότερα ο Χρίστος πήγε πίσω στο χωριό του:
"Τίποτε δεν έγινε στις 20 Ιουλίου 1974. Αλλά πριν τις 14 Αυγούστου, ξεκίνησαν οι βομβαρδισμοί και μαζί με τη γυναίκα μου και τα δύο παιδιά μου φύγαμε από το χωριό. Τότε είχαμε δύο παιδιά. Μαζί μας ήταν επίσης και ο πεθερός μου με την καινούργια γυναίκα του και η μητέρα μου Φωτεινή. Πήγαμε στην Ξυλοτύμπου και μείναμε εκεί για τρεις μέρες". Αργότερα, όταν έγινε η κατάπαυση πυρός, άκουσαν στο ραδιόφωνο ότι "ήταν ασφαλές να πάνε πίσω στο χωριό τους", οπότε ο Χρίστος αποφάσισε να πάει πίσω στο Λευκόνοικο για να πάρει μερικά στρώματα από το σπίτι του για να κοιμούνται πάνω τα παιδιά του στο πάτωμα στην Ξυλοτύμπου. Πήγε στο Λευκόνοικο μαζί με μια ομάδα 6-7 Ελληνοκυπρίων - όλοι, εκτός ο Χρίστος, συνελήφθηκαν και αργότερα ελευθερώθηκαν. Καθ' οδόν για το Τζιάος βρήκαν έναν Ελληνοκύπριο στρατιώτη από το Αρναδί (Kuzucuk) πάνω σε ένα ποδήλατο και τον συνέλαβαν επίσης. Καθώς πήγαιναν στο Τζιάος, οι στρατιώτες που τους συνέλαβαν μιλούσαν μεταξύ τους στα τούρκικα. Ένας από αυτούς είπε:
"Βλέπεις αυτούς τους δύο γκιαούρηδες; Θα τους σκοτώσουμε και τους δύο!"
Αφού ο Χρίστος ήξερε μερικά τούρκικα, κατάλαβε τι είχαν πει! Ένας Τουρκοκύπριος στρατιώτης του είπε:
"Ξέρεις τούρκικα;"
"Ναι, λίγα" είπε. Έτσι σταμάτησαν να μιλούν μεταξύ τους. Όμως ο Χρίστος είχε ακούσει ό,τι χρειαζόταν να ξέρει...
"Πού ήσουν;" τον ρώτησε ένας από αυτούς.
Ο Χρίστος είπε "Δεν είμαι στρατιώτης, είμαι οικοδόμος. Εργαζόμουν στη Λευκωσία με Τουρκοκύπριους..." και άρχισε να λέει τα ονόματα των Τουρκοκυπρίων που δούλευαν μαζί του...
Πριν να μπουν στο Τζιάος, σταμάτησαν το μικρό φορτηγό κοντά σε μια γέφυρα και τους κατέβασαν. Επρόκειτο να τους σκοτώσουν! Όμως ξαφνικά εμφανίστηκε ένα αυτοκίνητο των Ηνωμένων Εθνών και έτσι τους έβαλαν πίσω στο φορτηγό. Μόλις μπήκαν στο Τζιάος, ο Χρίστος σοκαρίστηκε! Το πρώτο άτομο που είδε ήταν ο Ahmet, ο 17χρονος εργάτης που προστάτευσε στο πραξικόπημα και τον έκρυψε σε ένα σπίτι στην Αθαλάσσα!
"Μάστρο!" είπε ο Ahmet... "Μάστρο! Μην φοβάσαι! Τίποτε δεν θα σου συμβεί! Δεν είσαι στρατιώτης! Είσαι οικοδόμος!"
Οι άλλοι που τον συνέλαβαν πρέπει να συνειδητοποίησαν ότι η ιστορία που τους είπε ο Χρίστος ήταν αληθινή. Ότι, δηλαδή, ο Χρίστος δεν ήταν στρατιώτης αλλά ήταν οικοδόμος και ότι ήξερε πράγματι τους Τουρκοκύπριους για τους οποίους είπε ότι δούλευαν μαζί. Ο Ahmet ήταν ζωντανή μαρτυρία! Η συνάντηση με τον Ahmet στην είσοδο του Τζιάος άλλαξε τη μοίρα του: είχε σώσει τον Ahmet και τώρα ο Ahmet του έσωζε τη ζωή!
Τους πήραν στον Μαραθόβουνο (Ulukishla) και εκτέλεσαν τον Ελληνοκύπριο στρατιώτη. Υπήρχε αίμα στη στολή τού στρατιώτη και έτσι ένας Τουρκοκύπριος εξήγησε στον Χρίστο ότι "πρέπει να έχει σκοτώσει μερικούς Τουρκοκύπριους - γι' αυτό υπήρχε αίμα πάνω του...". Αυτή ήταν η πρόφαση για την εντολή της εκτέλεσής του...
Ο Χρίστος στεκόταν εκεί, και παρακολουθούσε τα πάντα.
Μετά πήραν τον Χρίστο και του έδεσαν τα μάτια.
"Το κάνουμε αυτό για το δικό σου καλό και για το δικό μας" του είπαν.
Ο Χρίστος διψούσε πολύ. Ζήτησε νερό. Κάποιος του έδωσε ένα παγούρι νερό και ήπιε. Ο στρατιώτης που στεκόταν δίπλα του μετά τον κτύπησε στο κεφάλι με το παγούρι! Όμως δεν μπορούσαν να τον βλάψουν. Μετά την εκτέλεση του Ελληνοκύπριου στρατιώτη που ήταν μέλος των "Ειδικών Δυνάμεων", τον πήραν στην Αμμόχωστο... Αργότερα τον πήραν στη Λευκωσία όπου στη φυλακή στο Sarayonu, τον βοήθησε ένας Τουρκοκύπριος αστυνομικός... Αργότερα τον έστειλαν στις φυλακές στα Άδανα και την Αμάσεια και μετά από τρεις μήνες εκεί, ανταλλάχθηκε ως αιχμάλωτος πολέμου. Δύο μέρες πριν δημοσιεύσω την ιστορία του Χρίστου, μου τηλεφώνησε ένας Ahmet από το Τζιάος... Άρχισε να μου λεει την ιστορία για το πώς τον έσωσε ο μάστρος του! Και πώς είδε τον μάστρο του στο Τζιάος!
"Ένα λεπτό!" του είπα... "Σε δύο μέρες θα δημοσιεύσω μια ιστορία - δες τη φωτογραφία και διάβασε την ιστορία... Ίσως είναι ο μάστρος σου!"
Και ήταν... Έτσι μου τηλεφώνησε ξανά και είπε: "Θυμάται λάθος το όνομά μου! Νομίζει ότι είμαι ο Hussein αλλά το όνομά μου είναι Ahmet!"
Του έδωσα το τηλέφωνο του Χρίστου Κυπριανού και του περιέγραψα πού ζει στη Λάρνακα. Πήγε αμέσως με την οικογένειά του για να συναντήσει τον μάστρο του! Αγκάλιασαν ο ένας τον άλλο και έκλαψαν... Αυτή ήταν η αρχή μιας ανανεωμένης φιλίας...
Την επόμενη βδομάδα ο Ahmet θα έκανε μια επέμβαση σε ένα νοσοκομείο στη Λάρνακα. Ο Χρίστος Κυπριανού και η γυναίκα του Μαρίτσα τον επισκέπτονταν κάθε μέρα στο νοσοκομείο!
Τηλεφώνησα στον Ανδρέα Καννάουρο, τον πρόεδρο της Ένωσης Συντακτών Κύπρου, για να εισηγηθώ μια δραστηριότητα στην ετήσια συνάθροιση των δημοσιογράφων στο Δημοσιογραφικό Χωριό στα Περβόλια στις 28 Σεπτεμβρίου 2008. "Κύριε Καννάουρε, γιατί δεν προσκαλούμε τον Ahmet και τον Χρίστο και τις οικογένειές τους να έλθουν στη συνάθροιση; Έσωσαν τη ζωή ο ένας του άλλου και ξαναβρέθηκαν μαζί μέσω των ΜΜΕ, λόγω του άρθρου που έγραψα... Θα ήταν καλό να τιμούμε τις ιστορίες πραγματικής φιλίας αυτού του νησιού..."
Φυσικά ο κύριος Καννάουρος αποδέχτηκε την εισήγησή μου και, στο τέλος του μήνα, θα συναντηθούμε στο Δημοσιογραφικό Χωριό και αυτή η ιστορία πραγματικής φιλίας θα γίνει σε όλους γνωστή...

Sevgul Uludag
(Πηγή Εφημερίδα Πολίτης)

13 Σεπ 2008

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Η Ιφιγένεια γεννήθηκε.
Οι γονείς της και οι συγγενείς της την χαρακτήρισαν όμορφο μωρό. Οι γονείς πάντα χαρακτηρίζουν τα μωρά τους όμορφα. Στην εκκλησία ο ιερέας την βουτάει σένα απελπιστικά κρύο νερό, εξορκίζοντας κάποιο προπατορικό αμάρτημα, που υπάρχει μόνο στη διεστραμμένη φαντασία του ιερέα και των γονιών της. Η Ιφιγένεια βάζει τα κλάματα. Η φυσική αντίδραση του οργανισμού στο κρύο εκλαμβάνεται ως θείο σημάδι και η Ιφιγένεια τσιρίζει διότι το κακό την εγκαταλείπει.
Τα χρόνια περνάνε στο σπίτι. Οι γονείς της της προσφέρουν προστασία. Τα κλάματα, το πρωί, το μεσημέρι, το βράδυ τους κρατούν σε εγρήγορση. Η εξωτερίκευση του ψυχισμού του μωρού, αντιμετωπίζεται με τροφή και νερό. Κλαίει άρα πεινάει. Κλαίει άρα διψάει. Τίποτα περισσότερο. Η αρχή έγινε.
Η Ιφιγένεια έκλεισε τα έξι.
Εγκαταλείποντας την καθημερινότητα του σπιτιού της, βρίσκει τον εαυτό της περιτριγυρισμένο από άλλα παιδιά της ηλικίας της και μεγαλύτερα, συγκεντρωμένα όλα σένα τεράστιο χώρο που ονομάζεται σχολείο. Οι πρώτες μέρες πέρασαν με παιχνίδι. Γνώρισε πολλά παιδιά, με κάποια έγινε φίλη. Οι δάσκαλοι της τις πρώτες μέρες έδειχναν ανοχή. Όταν όμως πέρασαν ακόμα λίγες μέρες τα πράγματα άλλαξαν. Καθισμένη πάνω σε μία μικρή καρέκλα, πίσω από ένα μικρό θρανίο, μέσα σε μία τετράγωνη αίθουσα άκουγε από τα στόματα των δασκάλων της : «Όχι», «μην αντιμιλάς», «κάθισε φρόνιμα», «μην μιλάς», «μην ΠΑΙΖΕΙΣ». Είχε ξανακούσει αυτά τα λόγια στο σπίτι, αλλά αυτή τη φορά της φάνταζαν πιο σκληρά. Σαν να την εκδικούνταν για κάτι που ενώ ένοιωθε χαρά όταν το έκανε της το απαγόρευαν.
Την ίδια περίοδο άρχισαν και οι εβδομαδιαίες επισκέψεις στην εκκλησία. Έπρεπε να παρουσιάζεται κάθε Κυριακή σένα μεγάλο κτίριο μένα σχήμα από πάνω, και να περιμένει με τις ώρες να πιει ένα υγρό από ένα κύπελλο που τις έφερνε αηδία, και να φιλάει
κάτι ζωγραφιές με πρόσωπα που της ήταν άγνωστα. Κάποια απογεύματα μαζεύονταν αυτή και άλλα κορίτσια στο ίδιο κτίριο με το σχήμα από πάνω και άκουγαν κάποια να τους λέει με πάθος ότι το τάδε «είναι κακό», το τάδε «είναι αμαρτία», «να ακούτε τους γονείς σας», «μην παίζεται με αγόρια». Η τελευταία πρόταση πάντα της έφερνε κλάματα. Γιατί της άρεσε να βρίσκεται κοντά σε αγόρια. Να παίζει μαζί τους.
Η Ιφιγένεια έκλεισε τα δέκα.
Η στριγκλιά και η σφαλιάρα ήρθαν από το πουθενά. «Αλητάκια. Ο θεός να σας κάψει.
Γρήγορα στο διευθυντή». Η Ιφιγένεια κατακόκκινη από ντροπή και θυμό έβαλε τα κλάματα. Το λάθος της ήταν να κρυφτεί μένα συμμαθητή της πίσω από κάτι δέντρα στη αυλή του σχολείου, να κατεβάσουν τα βρακιά τους και να εξετάζει ο ένας τα γεννητικά όργανα του άλλου και να γελάνε. Η δασκάλα που τους είδε καθότι σεξουαλικά και πνευματικά ανεπαρκής και επιφορτισμένη να τηρά την τάξη και ασφάλεια στο σχολείο και να διαπαιδαγωγά τα παιδιά με μίαν σιδηράν ηθική έστειλε τα παιδιά στο διάολο.
Το συμβάν είχε μεγάλη επίδραση στην Ιφιγένεια. Ένοιωσε ξαφνικά ντροπή και φόβο για το σώμα της. Οι επισκέψεις στην εκκλησία πολλαπλασιάστηκαν. Ο ιερέας και οι γονείς της βάλθηκαν να της διδάξουν το καλό και το σωστό. Οι σχέσεις με αγόρια της ηλικίας της απαγορεύτηκαν. Οι φίλες της λιγόστεψαν. Η περιέργεια της για το σώμα της και τα σώματα των φίλων της και η ανάγκη της για παιχνίδι αντικαταστάθηκαν από τις έννοιες αμαρτία και φρονιμάδα.
Η Ιφιγένεια έκλεισε τα δεκατρία.
Η κόκκινη κηλίδα στο σεντόνι την τρομοκράτησε. Ανίκανη να καταλάβει το σώμα της, κρύφτηκε στη σιωπή της. Η μητέρα της ανήμπορη να την βοηθήσει καθότι η ηθική απαγορεύει τη συζήτηση για γενετήσια θέματα και θέματα της ανθρώπινης φυσιολογίας αρκέστηκε στο απλοϊκό «το πέρασα και εγώ όταν ήμουν μικρή». Στο σχολείο δεν μίλαγε πλέον. Οι δάσκαλοι την χαρακτήριζαν ήσυχο παιδί και φρόνιμο. Η Ιφιγένεια όμως μέσα της έκαιγε. Είχε την έντονη επιθυμία να μιλήσει, να βγει από τη τάξη και να τρέξει στο δρόμο, να έρθει σε επαφή με τους συμμαθητές της, να παίξει μαζί τους. Της ερχόταν στην μνήμη η σφαλιάρα της δασκάλας, ο ιερέας της εκκλησίας, η παθιασμένη θεούσα στο κατηχητικό, οι γονείς της, οι φοβέρες των δασκάλων της και η επιθυμία γινόταν τρόμος, φόβος, καταπίεση. Διάβαζε μεν ακολουθώντας τις προσταγές των γονιών της και των δασκάλων της αλλά η σκέψη της ήταν μακριά από το σχολείο και το σπίτι. Η μελαγχολία του σχολείου, μετατρεπόταν σε θλίψη στο σπίτι και σε απέραντη μοναξιά στην εκκλησία. Κάποιες νύχτες στο κρεβάτι έβρισκε τον εαυτό της να προσπαθεί απελπισμένα να ανακαλύψει το σώμα της και τον εαυτό της. Το χέρι της όμως δεν έφτανε ποτέ στο προορισμό του. Θυμόταν την νύχτα όπου ο πατέρας της ακούγοντας τις φωνές της μητέρας της, άφησε σημάδια στα τρυφερά και ροδοκόκκινα μάγουλα της. Ο λόγος. Πιάστηκε στο κρεβάτι με το δεξί χέρι ανάμεσα στα πόδια.
Η Ιφιγένεια έκλεισε τα δεκαεφτά.
Γνώρισε κάποιον στο σχολείο. Στο πρόσωπό του συμμαθητή της βρήκε διέξοδο. Σε περιπτώσεις όπως η Ιφιγένεια που αποτελούν την πλειοψηφία στην κοινωνία μας, η εσωτερική καταπίεση της από τις αλλεπάλληλες απαγορεύσεις των φυσικών της αναγκών και ο εξευτελισμός της προσωπικής της αξιοπρέπειας από αυτούς που βάλθηκαν να την διαπαιδαγωγήσουν οδηγούν σε έλξεις που επιφανειακά φαίνονται σαν νεανικός έρωτας αλλά στη πραγματικότητα αποτελεί αρρωστημένη εξωτερίκευση του εσωτερικού κόσμου του εφήβου.
Οι μήνες πέρασαν. Το παρκάκι δίπλα στο σχολείο έγινε το καταφύγιό τους. Λίγα φιλιά, λίγα χάδια και σπίτι. Η Ιφιγένεια ένοιωθε για πρώτη φορά μετά από χρόνια χαρά, ευτυχία. Οι γονείς της δεν άργησαν να το μάθουν. Το παρκάκι βρισκόταν δίπλα στο σχολείο και οι δάσκαλοι εκτός από την εκπαιδευτική τους αποστολή είναι επιφορτισμένοι με την υψίστης σημασίας για την κοινωνία ηθική διαπαιδαγώγηση των νέων και τυχόν παραστρατήματα πρέπει να διορθώνονται. Οι ερωτήσεις έπεσαν βροχή. «Ποιος είναι ο νεαρός;», «ποια είναι η οικογένεια του;», «είναι καλό παιδί;», «κάνατε τίποτα κακό;». Της απαγόρευσαν να τον βλέπει. Διορίστηκε από το σχολείο κάποιος δάσκαλος ο οποίος θα διασφάλιζε το θέλημα των γονιών της. Η Ιφιγένεια κλείστηκε ξανά στον εαυτό της και τη σιωπή της. Η σχολική χρονιά τελείωσε. Οι γονείς της αποφάσισαν να την στείλουν σε κάποιο κολλέγιο να γίνει δασκάλα. Η Ιφιγένεια τα είχε χαμένα. Η ζωή της μια απέραντη θλίψη. Ούτε χαρά, ούτε όνειρα, τίποτα.
Η είδηση έπεσε σαν βόμβα. Την Κυριακή θα έρχονταν σπίτι τους κάποιοι οικογενειακοί τους φίλοι και θα έφερναν μαζί τους τον γιό τους για να τον γνωρίσουν στην Ιφιγένεια. Η απόφαση είχε ληφθεί. Η Ιφιγένεια θα αρραβωνιαζόταν με κάποιο που δεν γνώρισε, με κάποιο που δεν αγάπησε. Οι γονείς της θέλοντας να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους από τυχόν παραστρατήματα της Ιφιγένειας αποφάσισαν να την παντρέψουν.
Η Κυριακή έφτασε. Το κτύπημα του κουδουνιού βρήκε την Ιφιγένεια στη κουζίνα. Άφησε το ποτήρι που κρατούσε πάνω στο τραπέζι και προχώρησε στην πόρτα. Άνοιξε. Μπροστά της ένας νεαρός κρατώντας ανθοδέσμη, καλυμμένος μένα μαύρο κουστούμι, άσπρο πουκάμισο και μαύρη γραβάτα και πίσω του οι γονείς του. Το όλο σκηνικό της έφερε αηδία. «Περάστε» και ο νεαρός της έδωσε την ανθοδέσμη αυξάνοντας την αηδία της Ιφιγένειας. Τους οδήγησε στο σαλόνι όπου οι γονείς της ήδη βρίσκονταν εκεί καθισμένοι σένα τραπέζι έτοιμο να κοπεί στη μέση από το βάρος των φαγητών και των ποτών που βρίσκονταν τοποθετημένα πάνω του.
Η Ιφιγένεια κατευθύνθηκε τότε προς το δωμάτιο της. Έβγαλε το φουστάνι που της επέλεξε η μητέρα της για την περίσταση της ημέρας και έμεινε γυμνή. Πήρε κάποια βιβλία του σχολείου τα έσκισε και τα πέταξε στο πάτωμα. Άνοιξε το συρτάρι του γραφείου της και έβγαλε τον χαρτοκόπτη. Έφτιαξε τα μαλλιά της, έριξε μια τελευταία ματιά στο σώμα της στο καθρέφτη και με μία κίνηση πέρασε τον χαρτοκόπτη πάνω από τον καρπό του αριστερού της χεριού. Κάνοντας το ίδιο και με το δεξί της καρπό ξάπλωσε στο πάτωμα. Κοίταξε για λίγο το αίμα να κυλάει από τα χέρια της και να καταλήγει στο πάτωμα. Μετά από λίγο έκλεισε τα μάτια.
Η Ιφιγένεια αυτοκτόνησε.

9 Σεπ 2008

ΜΙΑ ΕΠΟΧΗ ΣΤΗ ΚΟΛΑΣΗ

Αν θυμάμαι καλά, κάποτε, ήταν η ζωή μου έκπαγλη γιορτή που άνοιγαν όλες οι καρδιές και όλα τα κρασιά κυλούσαν.
Μιά νύχτα πήρα την ομορφιά στα γόνατά μου.
Και τη βρήκα πικρή.
Και τη βλαστήμησα.
Οπλίστηκα ενάντια στη διακαιοσύνη. Δραπέτευσα.
Ώ Μάγισσες, Μιζέρια, Μίσος, εσείς θα διαφυλάξετε το θησαυρό μου.
Κατόρθωσα να σβήσω απο το λογικό μου κάθε ελπίδα ανθρώπινη.
Μ'ύπουλο σάλτο, χύμηξα σα θηρίο πάνω σ'όλες τις χαρές να τις σπαράξω.
Επικαλέστηκα τους δήμιους να δαγκάσω, πεθαίνοντας, τα κοντάκια των όπλων τους.
Επικαλέστηκα κάθε Οργή και Μάστιγα να πνιγώ στο αίμα, στην άμμο.
Η απόγνωση ήταν ο θεός μου.
Κυλίστηκα στη λάσπη.
Στέγνωσα στον αέρα του εγκλήματος.
Ξεγέλασα την τρέλλα.
Κι η άνοιξη μου προσκόμισε το φρικαλέο γέλιο του ηλίθιου.
Μα τώρα τελευταία, πρίν τα τινάξω για καλά, λέω ν'αποζητήσω το κλειδί του αρχαίου συμπόσιου μήπως βρώ ξανά την όρεξή μου.
Το κλειδί αυτό είναι η συμπόνια.
Η έμπνευση τούτη δείχνει πως ονειρεύτηκα.
"Θα μείνεις ύαινα..."κ.τ.λ. ολολύζει ο διάβολος:
και με στεφανώνει με πλήθος ιλαρές παπαρούνες.
"Φτάσε στο θάνατο μ'όλες τις αχαλίνωτες ορέξεις σου, τη φιλαυτία σου, και κάθε ασυγχώρητο αμάρτημα!" Άχ! απαύδησα.
Αλλά, Σατανά, φίλτατέ μου, να χαρείς, όχι βλοσυρές ματιές.Περιμένω μερικές βδεληρότητες, αναδρομικά.
Ωστόσο, για σας, τους εραστές της απουσίας του περιγραφικού ή διδακτικού ύφους σ'ένα συγγραφέα, για σας αποσπώ τις λίγες ελεεινές αυτές σελίδες απο το σημειωματάριο ενός κολασμένου.

Arthur Rimbaud