29 Αυγ 2008

Ο ΑΛΗΤΗΣ

Σκυφτός πάνω απο ένα κάδο σκουπιδιών,ψάχνει ανάμεσα στις σακούλες ένα μουχλιασμένο ψωμί, μια φλούδα απο σαπισμένο φρούτο, ίσως και ένα μισοφαγωμένο σάντουϊτς.
Τα χέρια του ζαρωμένα απο το χρόνο και τη πείνα βυθίζονται ανάμεσα στα σκουπίδια.
Πάνε τώρα τρείς μέρες απο την τελευταία φορά που έβαλε κάτι στο στόμα του.
Ψάχνει.
Τίποτα.
Κοιτάει γύρω του απελπισμένα.
Το πρόσωπό του χλωμό και ανέκφραστο.
Μαζί με τη νύχτα σίμωσε και το κρύο.
Τρεκλίζοντας φθάνει σε κάτι ξύλινα κιβώτια πεταμένα δίπλα απο τους κάδους σκουπιδιών.
Ξαπλώνει μέσα στο μεγαλύτερο.
Κάτι σκισμένες εφημερίδες του σκεπάζουν το σώμα.
Μια μαύρη γάτα πετάχτηκε μέσα απο τα σκουπίδια και ξάπλωσε ανάμεσα στα πόδια του, γουργουρίζοντας ψάχνοντας για λίγη συντροφιά.
"Δεν έχω τίποτα για σένα απόψε μικρή μου" και ένοιωσε τα μάτια του να υγραίνονται.
Ξαπλωμένος έμεινε να κοιτάζει το κόκκινο φωτάκι να τρεμοπαίζει πάνω απο την απέναντι πόρτα μέχρι που τον πήρε ο ύπνος.
Την επόμενη μέρα το πρωί τον βρήκε η Ελένη, η ένοικος της απέναντι πόρτας, παγωμένο μέσα στο ξύλινο κιβώτιο.