29 Σεπ 2008

Σούρουπο

Το σούρουπο αποτελεί για μένα στιγμή διαύγειας. Κοιτάζω το γαλάζιο του ουρανού να μεταλλάζεται σε κίτρινο, μετά πορτοκαλί και μετά κόκκινο, σαν ζεστό αίμα που αναβλύζει από τα ξεσκισμένα στήθη κάποιου νεκρού στρατιώτη σένα πεδίο μάχης πολύ μακριά από το σπίτι του. Και μετά να ακολουθεί το λυκόφως που φέρνει μαζί του εκείνο το δροσερό αεράκι που προμυνήει τον ανελέητο ερχομό της νύχτας. Στριβώ ένα τσιγάρο και καθισμένος στη μέση του κεντρικού πάρκου της πόλης περιτριγυρισμένος από δέντρα που ασφυκτιούν κάτω από τη ηλίθια σχιζοφρενική κίνηση του ανθρώπου πάνω στη γη μένω να κοιτάζω τα χρώματα του ουρανού να μεταλλάσσονται και ένα ένα τα φώτα της πόλης να ανάβουν δίνοντας το έναυσμα για μια κατακλυσμιαία παρέλαση ανθρώπων κάτω από το πέπλο της νύχτας που κρυμμένοι μέσα στο σκοτάδι σε κατακρεουργούν. Και εγώ εκεί καθισμένος σένα παγκάκι να τους βλέπω να ξετρυπώνουν από παντού. Μέσα από τους θάμνους, μέσα από τα δέντρα, μέσα από το νερό που μόλις είχα πιει, μέσα από το τσιγάρο που καπνίζω και να με μαχαιρώνουν γιατί σιχαίνομαι το σκοτάδι. Μα αυτοί ζούνε μέσα στο σκοτάδι.
Το σούρουπο βρίσκω την ευκαιρία να βάλω τις σκέψεις μου σε μία τάξη, να τις στοιχίσω και να βγάλω τα απαραίτητα συμπεράσματα. Αποτελώ μέλος της κοινωνίας αλλά και την ίδια στιγμή είμαι αποκομμένος από αυτή. Είμαι σε ρήξη με την κοινωνία. Είμαι σε ρήξη με τους θεσμούς της, τα ήθη της, τις κοινωνικές της ομάδες, τα κόμματά της, τις θρησκείες της, τα σχολεία της, τα νεκρά ανθρωπάκια της. Πετάω το τσιγάρο στο κάλαθο με τα σκουπίδια δίπλα. Παίρνει φωτιά. Και εγώ να κάθομαι και να κοιτάζω τη φωτιά να φουντώνει, να φουντώνει μέχρι που τα πάντα γύρω μου να γίνονται στάχτη. Και κάποιος από μακριά να φωνάζει «εμπρησμός, εμπρησμός» και να πλακώνουν οι μπάτσοι. Και εγώ να τρέχω, να τρέχω και να γελάω δυνατά. Να γελάω τόσο δυνατά που να σπάζω σε τέσσερα κομμάτια και να διασκορπίζομαι στις τέσσερεις γωνιές της γης. Και τα κομμάτια μου να πυρπολούν και αυτά με τη σειρά τους και να ακούγονται και άλλα «εμπρησμός, εμπρησμός», μέχρι που ολόκληρη η γη να γίνεται στάχτη.
Άφησα το πάρκο πίσω μου και χώθηκα στο πρώτο μπαρ που βρήκα μπροστά μου.
«Ένα ουίσκι με πάγο. Σε χαμηλό ποτήρι».
Στα μπαρ συναντάς κάθε λογής ανθρώπους. Για κάποιους τα μπαρ αποτελούν άσυλο. Στριμωγμένοι πάνω σε μια καρέκλα, με τα πρόσωπα καλυμμένα από το χαμηλό φωτισμό, κατεβάζουν λαίμαργα, ουίσκια, μπύρες, λικέρ και κάθε λογής οινοπνεύματα κοιτάζοντας με τα μάτια κλειστά παλιές φωτογραφίες, αφίσες από συναυλίες, πίνακες μεθυσμένων ζωγράφων ξεχασμένα όλα πάνω στους κιτρινισμένους από τα τσιγάρα τοίχους ξεστομίζοντας νεκρά λόγια.
«Ακόμα ένα».
Δίπλα μου ένας τύπος με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο μπαρ και το κεφάλι του να ακουμπάει ελαφρά πάνω στο δεξί του μπράτσο με το πρόσωπο στραμμένο προς το μέρος μου. Στα δάχτυλα του αριστερού του χεριού ένα σβησμένο τσιγάρο και δίπλα του ένα μισογεμάτο ποτήρι μπύρα. Έμεινα για λίγη ώρα να τον κοιτάζω και μέσα από το χαμηλό φωτισμό κατάφερα να διακρίνω κάποια από τα χαρακτηριστικά του προσώπου του. Εκείνο που μου έκανε εντύπωση ήταν οι ουλές στο πρόσωπό του. Από κάποιες μου φάνηκε να αναβλύζει φρέσκο αίμα. Η ανάσα του ήταν βαριά και κάθε φορά που ο αέρας εξερχόταν από το στόμα του έμοιαζε σαν να ήταν η τελευταία του πνοή. Όταν πια κουράστηκα να τον κοιτάζω, γύρισα να στρίψω ένα τσιγάρο όταν αυτός πετάχτηκε πάνω και αντίκρισα την φρίκη ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Την ίδια φρίκη που αντικρίζω κάθε φορά που κινούμε ανάμεσα στους ανθρώπους. Στα πρόσωπα πάνω στα πεζοδρόμια, μέσα στα αυτοκίνητα, μέσα στα λεωφορεία, μέσα στα ταξί, μέσα στα εστιατόρια, μέσα στις καφετερίες, μέσα στα σπίτια, μέσα στις εκκλησίες, μέσα στα σχολεία, μέσα στις φυλακές, μέσα στα νεκροταφεία.Άδειασε το ποτήρι με την μπύρα, και μετά με κοίταξε στα μάτια. Έγινα ένα μαζί του. Έγινα εργάτης σε εργοστάσιο, έγινα ανθρακωρύχος μέσα στα σπλάχνα της γης με μαυρισμένους τους πνεύμονες, έγινα αγρότης σε φυτείες στο Μεξικό, έγινα μαύρος σε ορυχεία διαμαντιών στην Αφρική με την ελπίδα να ζήσω μέχρι τα τριάντα, έγινα μικρά κορίτσια στη Κίνα να δουλεύω σε υφαντουργία είκοσι ώρες την ημέρα, έγινα πόρνη σε οίκους ανοχής, έγινα εργάτης στα λιμάνια, έγινα μικρά παιδιά στη Βραζιλία να ψάχνουν τροφή στα σκουπίδια μέσα στις παραγκούπολεις, έγινα ένας κολασμένος.
Βγήκα έξω από το μπαρ. Η νύχτα είχε πέσει για τα καλά φέρνοντας μαζί της και το κρύο. Δεν είχα όρεξη να επιστρέψω πίσω στο διαμέρισμά μου. Μού ήταν ξένο πλέον. Χρωστούσα και τρία ενοίκια και η σπιτονοικοκυρά μου θα με πέταγε σίγουρα έξω αν μάθαινε ότι δεν είχα δουλειά. Σκέφτηκα να περάσω να πάρω κάποια βιβλία αλλά αμέσως άλλαξα γνώμη. Κάθισα στο υγρό πεζοδρόμιο και έμεινα να κοιτάζω τους περαστικούς να διασχίζουν τον δρόμο νευρικά κάτω από τα εκτυφλωτικά φώτα των επιγραφών νέον πάνω από τις βιτρίνες των καταστημάτων και του μουντού φωτισμού των φαναριών που στέκουν κατά μήκος του δρόμου.
Μια γάτα ξεπρόβαλε πίσω από κάτι χάρτινα κιβώτια που βρίσκονταν πεταμένα στην άκρη του πεζοδρομίου. Νιαούρισε πεινασμένα. Την φώναξα αλλά αυτή έμεινε να με κοιτάζει φοβισμένα. Έκανε να φύγει μα γύρισε και με ξανακοίταξε. Της φώναξα και πάλι προχωρώντας νωχελικά προς το μέρος της. Έφτασα κοντά της. Νιαούρισε ξανά πεινασμένα και χώθηκε ανάμεσα στα πόδια μου τρίβοντας την γούνα της πότε στο αριστερό μου πόδι και πότε στο δεξί. Έσκυψα και της χάιδεψα τη γούνα και αυτή νιαούρισε μένα αίσθημα ευχαρίστησης. Σωριάστηκα ξανά στο πεζοδρόμιο με τη γάτα ανάμεσα στα χέρια μου να την χαϊδεύω ενώ αυτή νιαούριζε ευτυχισμένα. Ξαφνικά ένοιωσα την γάτα να είναι το μοναδικό πλάσμα στο κόσμο που να με καταλαβαίνει. Βλαστήμησα τον εαυτό μου που δεν είχα χρήματα να της αγοράσω κάτι για να φάει. Και ποιος έχει κάτι για να δώσει φαγητό στις γάτες. Κανένας μας δεν έχει. Κι αυτοί που έχουν το κρατάνε για τον εαυτό τους. Όπως κρατάνε για τον εαυτό τους το νερό που πίνουμε, το φαγητό που τρώμε, τα σπίτια που μένουμε, τα ρούχα που φοράμε, τα βιβλία που διαβάζουμε, τις σκέψεις που κάνουμε. Εκείνη τη στιγμή η γάτα έγινε σύντροφός μου. Μας είδα και τους δυο να αλητεύουμε μαζί στους δρόμους της πόλης, η γάτα να κυνηγάει ποντίκια και εγώ να κυνηγάω πανουκλιασμένα ανθρωπάκια.«Τους ανθρώπους τους καταλαβαίνεις από τον τρόπο που συμπεριφέροντε στις γάτες» μου είπε κάποιος φίλος μια φορά και έχει δίκιο.Θυμήθηκα τις γάτες της Ούλθαρ, του Χάουαρντ Φίλιπς Λάβκραφτ που κατοικούσαν στη πόλη της Ούλθαρ όπου κανένας από τους κατοίκους της πόλης δεν μπορούσε να σκοτώσει γάτα.
Ένας τσιριχτός ήχος από λάστιχα που σταματάνε πάνω στη άσφαλτο τρόμαξε τη γάτα που την είδα να χάνεται τρέχοντας μέσα στο σκοτάδι.
Άφησα πίσω μου το πεζοδρόμιο όπου γνώρισα την γάτα και άρχισα να περπατάω με το μυαλό μου γεμάτο από σκέψεις. Η ανθρωπότητα κινείται ατέρμονα σε μια κίνηση πυρπολώντας την ίδια την ζωή. Κράτη, σημαίες, σχολεία, θρησκείες, κυβερνήσεις, κοινοβούλια, βασιλείς, τραστ, πολυεθνικές εταιρείες, χρηματιστήρια, παρασύρουν τον άνθρωπο σε μια κατάσταση άρνησης του ίδιου του εαυτού του. Τον τυφλώνουν και μετά τον ρίχνουν μέσα σένα λαβύρινθο κλείνοντας όλες τις πόρτες που οδηγούν στην έξοδο.Πειθήνιοι υπήκοοι ενός απάνθρωπου συστήματος καταναλώνουν συνεχώς την ίδια την ενέργειά τους ακολουθώντας μια ζωή όπου νεκροί πλέον το σύστημα τους καταπίνει, ξερνώντας στη συνέχεια τα ίδια τα σώματά τους.Φθάνοντας μπροστά από τη δημοτική βιβλιοθήκη, έστριψα ένα τσιγάρο και ξάπλωσα πάνω στα υγρά και κρύα σκαλιά της φέρνοντας στο μυαλό μου στίχους από κάποιο ποίημα μέχρι που με πήρε ο ύπνος.

2 σχόλια:

jacki είπε...

Σσσσςςς να μη τον ξυπνήσουμε. Κοιμάται στα υγρά σκαλιά. Εκεί ξεκουράζεται. Με γέμισε θλίψη αυτό το κείμενο. Μα έτσι νιώθω την ανάγκη να σου κάνω μια τεράστια αγκαλιά. Να σκύψω να σε φιλήσω όπως κοιμάσαι, να ρίξω πάνω σου τη ζακέτα μου να μην κρυώνεις.
Καληνύχτα.

Unknown είπε...

και σαν έρθει η νύχτα ξανά, όλοι αυτοί θ' αρχίσουν να ξεπροβάλλουν. μα καμιά φορά, το σούρουπο φανερώνει σκιές. σκιές που έχουν να μιλήσουν, να τρέξουν, να κάνουν σκανταλιές, να χαμογελάσουν, να κλάψουν γοερά...

κι είναι αυτές οι σκιές που αθόρυβα περνούν γιατί απλά, ξέρουν με ποιόν τρόπο να σιωπούν...

φιλιά βρόχινα...